Ήσυχη η νύχτα κι απόψε
αυτή όμως είναι πάλι εκεί και μαγεύει το δάσος 

δυνατό το νερό της πηγής την λούζει

έχει δυο κόκκινα τριαντάφυλλα στα μάγουλα 
κρατήρες λάβας στο ηφαίστειο της καρδιάς της 

το φεγγάρι απόψε ξεμυαλίστηκε 

αποσβολωμένο κοιτώντας τη από ψηλά 
καθώς αυτή μπλέκει θηλυκά
το φως του δέρματος της με τη λάμψη του 

ξαφνικά έκλεισε τα μάτια της αναστέναξε 

δάκρυσε 
-Σ ‘αγαπώ αλήθεια…
Ψελλίζει τρεμάμενα, αλλά σε ποιόν;

Στα χείλη της έχει το όνομα του κι αναρωτιέται 

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να την πιστέψει;
Γιατί δεν της άνοιξε το μυαλό και την καρδιά του;
Γιατί δεν την βλέπει δίπλα του;

Ο ήχος των νερών σβήνει τα λόγια της 

και μια λευκή θηλυκή μορφή μπλέκεται 
στη λάμψη του φεγγαριού…