Nerida
17-03-09, 14:54
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ΠΗΓΗ: ΥΠ.Ε.Π.Θ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ - 2ο Τ.Ε.Ε. Ν. Σμύρνης
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ΠΗΓΗ: ΥΠ.Ε.Π.Θ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ - 2ο Τ.Ε.Ε. Ν. Σμύρνης
melita
18-07-09, 18:14
Ο λύκος και η νεράιδα της λίμνης
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.
Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.
Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.
Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.
Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.
Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.
Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.
Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.
Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.
Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.
Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.
Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.
Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω».
Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα ,που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.
Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».
Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.
Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.
Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…
πηγή: a-href-----style--di.pblogs.gr
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.
Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.
Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.
Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.
Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.
Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.
Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.
Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.
Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.
Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.
Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.
Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.
Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω».
Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα ,που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.
Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».
Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.
Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.
Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…
πηγή: a-href-----style--di.pblogs.gr
Field Icedancer
15-08-09, 02:53
Η ομίχλη ξαστέρωσε τον ήχο της άρπας και ολόιδιο πέπλο απλώθηκε η σιωπή, στην υγράδας της λίμνης.
Κατάξανθη και με ουρανί μάτια ξεπρόβαλε κάθε βραδιά με πανσέληνο και τραβούσε ίσα στη λιμνούλα.
Ερωτοαγκυστρωμένη νύχτα, πώς καταλάγιασες στη ψυχή μου, με μια χούφτα νυχτολούλουδα;
Πώς νυχτοκαρτερέθηκε μια μελανιά, στη νότα, που καταγράφηκε η χαρά της νιότης.
Ξαστέρωσαν της λίμνης τα φεγγάρια και μπήκαν επιβάτες στης άρπας τη χορδή.
Τρύγαγε την απρόσιτη μελαγχολία της μέσα από ένα ματσάκι νυχτολούλουδα και αράδιαζε στον κατήφορο όλο το αλαφροΐσκιωτο παράστημά της, σημάδι ζωής και παραζωής αντάμα, ιστορώντας την μια μονάχα παραφωνία της ζήσης.
Πνοή στο μεγάλο λήθαργο που αρμένιζε η νύχτα, με τα κάτασπρα πέπλα της να σέρνονται κατά γης, σεργιάνιζε σταπόσκια και ψαχούλευε στα νούφαρα της λίμνης για κανα-δυο παραπλανημένες στροφές. Δείγματα σπονδών στον υπέρτατο νόμο, που λέει εμένα ιχνηλάτη δυναμικών απαιτήσεων και με ορίζει απόμαχο των μεγάλων σκέψεων και βάζει εσένα στο θρόνο των αλλοπαρμένων και των δυσνόητων στροφών .
Θα σε πάρω αντάμωμα, άβατων σπηλαίων και θα σε πω δικό μου, καταδικό μου συναπάντημα, θα σε λουστώ στο αμόλυντο της εαρινής νυχτωδίας και θα γίνω το δικό σου εγώ, σε μια παραφωνία του όλου σκηνικού.
Φώτιζαν το φεγγάρι κάθε που πρόβαλλαν τα καταγάλανα άστρα, την ίδια κάθε φορά ώρα. Περπάταγε ξυπόλυτη με τα λιτά της μαλλιά ίσα με τη μέση ριγμένα, να λάμπουν το φως των αστεριών και να ξελογιάζουν την αρμονία της νύχτας.
Έλυνε την πόρπη, άφηνε το λευκό φορεμά της να τρυγήσει τη γη και εξάγνιζε την αθωότητα στα νερά της λίμνης παίζοντας κρυφτό με μια χούφτα αστέρια που ξεμάκρυναν από τον θόλο και στήσανε το χορό σε ρυθμούς αέναης σπονδής.
Γδυμνό και μελαγχολικό στέριωνε το κορμί της στην νυχτερινή ηρεμία και σταύρωνε τη νύχτα που ξελογιάζει αμαρτίες.
Την απαντούσαν εκεί στης νύχτας τη σιγαλιά και την προσπέρναγαν σαν να μην υπάρχει, γράφοντας έτσι το μύθο να μείνει αθάνατος, σε κάτι καιρούς που η ιστορία θέλει να σκαρφαλώνει σε ακροκέραμα.
Παλιό αερικό την ονόμαζαν και λέγανε το συναπάντημά της μεγάλη τύχη, εκεί στη μέση της έναστρης νύχτας, να ερωτοτροπεί με το γίηνα και τα απόκοσμα ξωτικά.
Νεράιδα της λίμνης το παράστημά της, σωστή οπτασία το ξαγνάντεμά της στη μέση του δάσους τις νύχτες με πανσέληνο, ναρμενίζει στην γυαλάδα της αντανάκλασης, σε μια μυσταγωγία μύησης, μόνο για τυχερούς.
Ποτέ δεν την αντάμωσε το φως του ήλιου και δεν ακούστηκε ποτέ η μιλιά της, χρόνια τώρα, παρά την στράτευαν οι νύχτες να καρτεράει τον καλό της μέσα στο θολωμένο της μυαλό.
Λένε και κανείς δεν το διαψεύδει, πώς κοριτσάκι πράμα την ξελόγιασε κάποιος και έραψε το νυφικό της και ετοίμασε το κρεβάτι του γάμου και στόλισε με γασεμιά τα μαλλιά της και….
Ανακοπή το είπανε, το μισεμό του παλικαριού και απόμεινε με το νυφικό να καρτεράει τις νύχτες με πανσέληνο εκεί στη λιμνούλα του δάσους, την απόλυτη συντριβή της.
Δεν βγήκε ποτέ από το μικρό της καμαράκι, ούτε ακούστηκε ποτέ ο θρήνος της, μόνο τις νύχτες αμίλητη ξεπόρτιζε και τράβαγε ίσα με την θέαση της απελπισίας της.
Μαραζωμένοι με τον καημό της έφυγαν οι δικοί της, μη αντέχοντας το μοναχοπαίδι τους, να τραβήξει για το Γολγοθά μοναχό του και αμίλητο.
Έτσι γράφτηκε η ιστορία και μακάριοι οι τυχεροί που την αντάμωσαν.
Όλοι την είπαν νεράιδα της λίμνης, εμείς ας υποκλιθούμε στο μεγαλείο της αγάπης.
Κατάξανθη και με ουρανί μάτια ξεπρόβαλε κάθε βραδιά με πανσέληνο και τραβούσε ίσα στη λιμνούλα.
Ερωτοαγκυστρωμένη νύχτα, πώς καταλάγιασες στη ψυχή μου, με μια χούφτα νυχτολούλουδα;
Πώς νυχτοκαρτερέθηκε μια μελανιά, στη νότα, που καταγράφηκε η χαρά της νιότης.
Ξαστέρωσαν της λίμνης τα φεγγάρια και μπήκαν επιβάτες στης άρπας τη χορδή.
Τρύγαγε την απρόσιτη μελαγχολία της μέσα από ένα ματσάκι νυχτολούλουδα και αράδιαζε στον κατήφορο όλο το αλαφροΐσκιωτο παράστημά της, σημάδι ζωής και παραζωής αντάμα, ιστορώντας την μια μονάχα παραφωνία της ζήσης.
Πνοή στο μεγάλο λήθαργο που αρμένιζε η νύχτα, με τα κάτασπρα πέπλα της να σέρνονται κατά γης, σεργιάνιζε σταπόσκια και ψαχούλευε στα νούφαρα της λίμνης για κανα-δυο παραπλανημένες στροφές. Δείγματα σπονδών στον υπέρτατο νόμο, που λέει εμένα ιχνηλάτη δυναμικών απαιτήσεων και με ορίζει απόμαχο των μεγάλων σκέψεων και βάζει εσένα στο θρόνο των αλλοπαρμένων και των δυσνόητων στροφών .
Θα σε πάρω αντάμωμα, άβατων σπηλαίων και θα σε πω δικό μου, καταδικό μου συναπάντημα, θα σε λουστώ στο αμόλυντο της εαρινής νυχτωδίας και θα γίνω το δικό σου εγώ, σε μια παραφωνία του όλου σκηνικού.
Φώτιζαν το φεγγάρι κάθε που πρόβαλλαν τα καταγάλανα άστρα, την ίδια κάθε φορά ώρα. Περπάταγε ξυπόλυτη με τα λιτά της μαλλιά ίσα με τη μέση ριγμένα, να λάμπουν το φως των αστεριών και να ξελογιάζουν την αρμονία της νύχτας.
Έλυνε την πόρπη, άφηνε το λευκό φορεμά της να τρυγήσει τη γη και εξάγνιζε την αθωότητα στα νερά της λίμνης παίζοντας κρυφτό με μια χούφτα αστέρια που ξεμάκρυναν από τον θόλο και στήσανε το χορό σε ρυθμούς αέναης σπονδής.
Γδυμνό και μελαγχολικό στέριωνε το κορμί της στην νυχτερινή ηρεμία και σταύρωνε τη νύχτα που ξελογιάζει αμαρτίες.
Την απαντούσαν εκεί στης νύχτας τη σιγαλιά και την προσπέρναγαν σαν να μην υπάρχει, γράφοντας έτσι το μύθο να μείνει αθάνατος, σε κάτι καιρούς που η ιστορία θέλει να σκαρφαλώνει σε ακροκέραμα.
Παλιό αερικό την ονόμαζαν και λέγανε το συναπάντημά της μεγάλη τύχη, εκεί στη μέση της έναστρης νύχτας, να ερωτοτροπεί με το γίηνα και τα απόκοσμα ξωτικά.
Νεράιδα της λίμνης το παράστημά της, σωστή οπτασία το ξαγνάντεμά της στη μέση του δάσους τις νύχτες με πανσέληνο, ναρμενίζει στην γυαλάδα της αντανάκλασης, σε μια μυσταγωγία μύησης, μόνο για τυχερούς.
Ποτέ δεν την αντάμωσε το φως του ήλιου και δεν ακούστηκε ποτέ η μιλιά της, χρόνια τώρα, παρά την στράτευαν οι νύχτες να καρτεράει τον καλό της μέσα στο θολωμένο της μυαλό.
Λένε και κανείς δεν το διαψεύδει, πώς κοριτσάκι πράμα την ξελόγιασε κάποιος και έραψε το νυφικό της και ετοίμασε το κρεβάτι του γάμου και στόλισε με γασεμιά τα μαλλιά της και….
Ανακοπή το είπανε, το μισεμό του παλικαριού και απόμεινε με το νυφικό να καρτεράει τις νύχτες με πανσέληνο εκεί στη λιμνούλα του δάσους, την απόλυτη συντριβή της.
Δεν βγήκε ποτέ από το μικρό της καμαράκι, ούτε ακούστηκε ποτέ ο θρήνος της, μόνο τις νύχτες αμίλητη ξεπόρτιζε και τράβαγε ίσα με την θέαση της απελπισίας της.
Μαραζωμένοι με τον καημό της έφυγαν οι δικοί της, μη αντέχοντας το μοναχοπαίδι τους, να τραβήξει για το Γολγοθά μοναχό του και αμίλητο.
Έτσι γράφτηκε η ιστορία και μακάριοι οι τυχεροί που την αντάμωσαν.
Όλοι την είπαν νεράιδα της λίμνης, εμείς ας υποκλιθούμε στο μεγαλείο της αγάπης.
Καλησπέρα....link δεν βλέπω πουθενά.....έγκριση έχετε πάρει???
ΑπάντησηΔιαγραφή