Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το ποτέ και το πουθενά κ& αλλα


Το ποτέ και το πουθενά


- ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
- Ποτέ.
- Τι θα πει ποτέ;

Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.

- Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
- Ίσως όμως αργότερα…
- Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.

Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.

Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.

- Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;
- Είναι το ίδιο.
- Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.

- Και τώρα που είναι;
- Πουθενά.
- Τι θα πει πουθενά;
- Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
- Δηλαδή που είναι;

Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).

Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.

- Πού είναι;

Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.

- Είναι στον παράδεισο.
- Τι είναι ο παράδεισος;
- Ένας κήπος.
- Σαν κι αυτόν;
- Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
- Πάμε!
- Δεν γίνεται.
- Γιατί;
- Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
- Μου λες ψέματα!

Ξέρει – και ξέρω – πως λεω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.

- Αν είναι αλήθεια, πάμε!
- Που;
- Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!

Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.

Κλαίει.

- Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!

Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαίει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.

- Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;
- Λυπάμαι.
- Δεν κλαις;
- Δεν μπορώ να κλάψω.
- Μέχρι χθες έκλαιγες.
- Τώρα δεν μπορώ
- Μα τώρα έφυγε!
- Γι αυτό δεν μπορώ.

Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαίει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.

- Γιατί δεν κλαις;
- Δεν μπορώ.

Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.

- Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
- Είμαι.
- Είσαι το πουθενά.
- Είμαι.
- Πότε έφυγες;
- Μαζί της.
- Γι αυτό δεν κλαις;
- Γι αυτό.

Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.

- Επειδή δεν άντεξες…
- ναι
- Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
- ναι
- Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.

Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.

- Την αγαπούσες τόσο πολύ;
- ναι
- Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
- Ποτέ.

Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.

- Τώρα πρέπει να φύγω;
- Ναι.

Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.

Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.

Ν.Δήμου

Παρασκευή, 10 Φεβρουαρίου 2012

"Το ταξίδι που λέγαμε..."




“Σ’ όλη  μου τη ζωή υποτίθεται ότι έψαχνα για ασφάλεια. Κάπου ν’ ακουμπήσω. Κάπου να νοιώσω προστασία. Ψεύδος! Ψεύδος πλανερό. Η αλήθεια είναι πως με παρέσερνε ένα άγριο κύμα. Μια μανία αυτοκαταστροφής. Ακόμα κι αυτή η ψευδεπίγραφη ανάγκη της ασφάλειας παγίδα ήταν για αυτοκαταστροφή. Για συντριβή. Ήθελα να οδηγήσω την ψυχή μου στο λαγούμι της ασφάλειας για να την ξεκοκαλίσω με την ησυχία μου. Αυτό ήταν.Καλέ τι να τα κάνω εγώ τα λουκέτα, τους σύρτες και τις κλειδαριές; Αν δε διέκρινα στο βάθος του ορίζοντα ένα λυσσασμένο σκύλο να έρχεται ερμητικά καταπάνω μου, με σκοπό να με ξεσκίσει, δεν μπορούσα να ανάψω ηδονικά το τσιγαράκι μου και να θαυμάσω το ηλιοβασίλεμα.”



Κι όσες φορές ξεχνιόμουν κι άναβα δεύτερο τσιγάρο, ερχόσουν εσύ να συνεχίσεις το ξέσκισμα της κουρελιασμένης μου ψυχής… έτσι για να μην συνηθίζω την ηρεμία… 


«Την έφαγα τη σουγιαδιά, αλλά μυαλό δεν έβαλα. Ποτέ δεν πέρασα από κόσκινο τις φιλίες μου. «Περάστε κόσμε! Μια ζωή.»
Και ξέρω ότι θα το ξανακάνω… κι ας την πάτησα… και θα την ξαναπατήσω…  
«Όταν τα κάνω θάλασσα, δε θέλω να μου χώνουν το κεφάλι μέσα να πνιγώ. Ούτε να μου πιάνουν το λαιμό για να με σώσουν.Να μου δείχνουν μόνο πέρα… στην άκρη του ορίζοντα, τα θαλασσοπούλια.»
Κι αν τύχει εκείνη την ώρα να φιλιέται ο ήλιος με την πλανεύτρα θάλασσα, απλά αφήστε με εκεί… 
«Είναι Άνοιξη! Απόβραδο.Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να  κουβαλήσει τόση ομορφιά.Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δε θα είχαν φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα που διψούσαν.Τώρα… τώρα πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πώς να ποτιστούν τα όνειρα;Παρ’ όλα αυτά, δε λέω πως δε βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Μου φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό»
…όπως εκείνες οι στιγμές που ζήσαμε, θυμάσαι; Σαν ένα λουλούδι όμορφο, σαν εκείνα τα λίλιουμ στο βάζο, λευκά και πανέμορφα!  Πού να θυμάσαι… η δική σου η αγάπη κράτησε τόσο όσο να βρεις μία άλλη αγάπη… κι ας έφυγα πρώτη. Δε σε κατηγορώ… απλά εντυπωσιάστηκα… πόσο εύκολα τελικά αγαπάνε και ξε-αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι! 
«Εγώ ό,τι νιώθω, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι συναντώ, το ζουλάω άθελά μου, το γρατζουνάω, το σφίγγω περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. Καμιά φορά και χωρίς να το επιθυμώ, το εγκαταλείπω ή το πετάω.Ακόμα κι αν είναι το καλύτερο.Ακόμα κι αν το αγαπάω».
Ακόμα κι ας μην άξιζε να το αγαπήσω… ή ακόμα κι ας μην άξιζα εγώ να αγαπηθώ…





Αλκυόνη Παπαδάκη 

Τρίτη, 7 Φεβρουαρίου 2012

Από το βιβλίο '' Όπου σε πάει η καρδιά '' της Susanna Tamaro






'' Καθένας αντλεί την έμπνευση από τον κόσμο που γνωρίζει καλύτερα ''



'' Τα δάκρυα που δεν αναβλύζουν σωρεύονται πάνω στην καρδιά και με τα χρόνια τη σκουριάζουν και την παραλύουν...''





'' Η παραίτηση από τον εαυτό σου οδηγεί στην περιφρόνηση. Και από την περιφρόνηση στην οργή, το βήμα είναι μικρό ''





'' Η ζωή δεν είναι αγώνας δρόμου, αλλά σκοποβολή: δε μετράει η οικονομία χρόνου, αλλά η ικανότητα να βρεις ένα κέντρο...''





'' Η καρδιά του ανθρώπου είναι σαν τη γη, η μισή φωτισμένη από τον ήλιο, η μισή στη σκιά...''



'' Να κάνουμε λάθη είναι φυσικό, να φεύγουμε όμως δίχως να τα έχουμε καταλάβει είναι σαν ν’ ανατρέπεται το νόημα μιας ζωής ''



'' Η ευτυχία έχει πάντα ένα αντικείμενο, είμαστε ευτυχισμένοι για κάτι, είναι ένα συναίσθημα που η ύπαρξή του εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Αντίθετα, η χαρά δεν έχει αντικείμενο. Σε κυριεύει κυρίως για φαινομενική αιτία, στην υπόστασή της μοιάζει με τον ήλιο, καίει χάρη στην καύση του ίδιου της του πυρήνα...''





Η γιαγια συμβουλεύει την εγγονή της:



"...Κάθε φορά που θα νιώθεις χαμένη, μπερδεμένη, να σκέφτεσαι τα δέντρα, να θυμάσαι τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουν. Να θυμάσαι ότι ένα δέντρο με πλούσια φυλλώματα και λίγες ρίζες ξεριζώνεται με το πρώτο φύσημα του αέρα, και σ' ένα δέντρο με πολλές ρίζες και ισχνά φυλλώματα η λέμφος κυλάει με δυσκολία. Ρίζα και φυλλώματα πρέπει ν' αναπτύσσονται με το ίδιο μέτρο, πρέπει να μένεις μέσα στα πράγματα και πάνω από αυτά, μόνο έτσι  θα μπορέσεις να προσφέρεις σκιά και καταφύγιο, μόνο έτσι θα μπορέσεις να γεμίσεις με λουλούδια και καρπούς τη κατάλληλη εποχή.
     Κι όταν θ' ανοιχτούν μπροστά σου τόσοι δρόμοι και δεν θα ξέρεις ποιον να διαλέξεις, μην ακολουθήσεις ένα στη τύχη, αλλά κάθησε και περίμενε. Πάρε βαθιές, γεμάτες εμπιστοσύνη ανάσες, όπως τη μέρα που ήρθες στον κόσμο, χωρίς ν' αφήσεις τίποτα ν' αποσπάσει την προσοχή σου. Περίμενε, περίμενε κι άλλο. Μέινε ασάλευτη, σιωπηλή κι άκουσε την καρδιά σου. Κι όταν σου μιλήσει, πήγαινε όπου σε πάει εκείνη..."




Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2012

Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν



Rodin’s Hands



ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ
.
Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν,
χέρια που ανέκαθεν αναπολώ
νά ’ρθουνε τη μοναξιά μου να σπάσουν,
δώσ’ τα μου νά ιδω έτσι κι εγώ καλό.
Άμα τα πιάνω στη φτενή μου αρπάγη
–δάχτυλα, σκιάξιμο, σάστισμα, φούρια–…
άμα τα πιάνω, όπως λυώνουν οι πάγοι
και το νερό βρίσκει κοίτη καινούργια,
νιώθεις τα ρεύματα που με διαρρέουν,
με κατακλύζουν και με καταχτούν,
που διατρυπούν τα πρανή των ορέων
και τί προδίδουν όσοι έτσι αταχτούν;…
Τί μαρτυράει εδώ η μύχια γλώσσα;
–ρήματα αλάλητα, αγριμιών ορμές,–
βουβά κι ανίδωτα και μύρια όσα
είδωλα μέσα σε μαύρο καθρέφτη… Μες
στην ανεκλάλητη πια ανατριχίλα
τί λεν τα δάχτυλα που έξαφνα πιάνουν
σφιχτά τη λεία τους; Τί λένε; Μίλα!
Σε μια στιγμή-αστραπή το αχανές χάνουν!…
Δώ’ μου τα χέρια σου, της καρδιάς μου εκμαγεία·
σιγάει ο κόσμος –σαν δεν είναι μόνα,
τα χέρια σου– να νιώσει τη μαγεία
του νυσταγμού η ψυχή μου εις τον αιώνα.
Louis Aragon 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου