Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Λαϊκός Πολιτισμός Το ιστορικό του Θεάτρου Σκιών - Καραγκιόζης

  
                                                  Πιπίνας Δ. Έλλη (Elles) Απόσπασμα[1]                            από σχετικό κείμενο στην αδημοσίευτη  συλλογή Κριτικές Μελέτες
Λαϊκός Πολιτισμός
Το ιστορικό του Θεάτρου Σκιών - Καραγκιόζης


Γενικά
Ως γνωστόν, το θέατρο υπήρξε μία από τις γνησιότερες πηγές πολιτισμού. Μέσω αυτού ο άνθρωπος απομυθοποίησε τη ζωή.  Όπως και άλλες εκφράσεις κοινωνικού περιεχομένου, το θέατρο έδωσε περιεχόμενο στην τέχνη, μεταφέροντάς την από το προσωπικό χώρο στο γενικό, στον απροσδιόριστο και υπερβατό αισθηματικό χώρο. Το θέατρο παρουσίασε ποικίλες μορφές αφότου δημιουργήθηκε.  Είναι πολλά τα είδη της "σκηνικής τέχνης"[2]  από τη Ρωμαϊκή Παντομίμα και το Κινέζικο θέατρο Σκιών μέχρι τον κινηματογράφο. 
Που απαντά
Το Θέατρο Σκιών είναι είδος λαϊκού θεάτρου, είναι ο παιζόμενος λόγος, στον οποίο ανήκει και ελληνικός Καραγκιόζης[3] "που έτερψε και συγκίνησε πολλές γενεές"[4].  Αρχικά, απαντά στις χώρες της Άπω Ανατολής: στην Ινδία, στην Ιάβα και στην Κίνα[5].  Ως προς τις πηγές του υπάρχουν διαφωνίες. Στην Ιάβα[6] το Θέατρο Σκιών ήρθε από την Ινδία και είναι κοινοβιακή παράσταση για τη μνήμη των νεκρών.  Από το είδος αυτό του θεάτρου (στην Ιάβα) επηρεάστηκε το  Θέατρο Σκιών στην Νοτιο-Ανατολική  Ασία.  
Κίνα
Τον 8ο αι. μ. Χ. απαντούν μαρτυρίες του Θεάτρου Σκιών στην Κίνα, το οποίο γίνεται γνωστό στην Ευρώπη με τον τίτλο "Κινέζικες Σκιές"[7] και που λειτουργεί ως μέσο αναπαράστασης των νεκρών. Πιθανόν αποτελεί μίμηση προς το ομόλογο είδος στην Ιάβα, από το οποίο επηρεάζεται[8].  Πρώτη γραπτή μνεία Θεάτρου Σκιών στην Κίνα απαντά τον 11ο αι. μ. Χ. στη δυναστεία των Σουνγκ (980-1278).  Αργότερα τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών προέρχονται από τους θρύλους και το παραδοσιακό έπος, και αργότερα κυρίως από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.  Και ενώ στην πρώτη του μορφή ονομάζεται "Πανί του Θανάτου", με την μετατόπιση των ενδιαφερόντων, καλείται "Πανί του Ονείρου" και οι ήρωες του προέρχονται από την ανώτερη τάξη.  Με τα καινούργια θέματα που υιοθετεί το Κινέζικο Θέατρο Σκιών μετακινείται από το λατρευτικό επίπεδο και προσγειώνεται σε εκείνο των εγκοσμίων με επί μέρους καθημερινά θέματα.       
  
Άλλες χώρες
Θέατρο Σκιών μαρτυρείται επίσης στη Μαλαισία και στην Περσία, από τα θεατρικά είδη των οποίων, την "ταζίγια" και τις μαριονέτες, πιθανόν να έχει προέλθει και ο ελληνικός Καραγκιόζης.  Το Θέατρο Σκιών του Ιράν, "Χαγιάλ αλ τιλλ", είναι γνωστό στον Αραβικό κόσμο.  Η Αίγυπτος φέρει επίσης αποδείξεις[9] αυτού του θεατρικού είδους, ενώ ενδείξεις υπάρχουν στην Αλγερία, "Κarogousse"[10], στην Τυνησία και στο Μαρόκο.  Από την Αίγυπτο, οι Τούρκοι-Οθωμανοί  παίρνουν το Θέατρο Σκιών, όταν ο Σελήμ Α' (1512-1520), εισέρχεται νικητής στο Κάιρο το 1516.

Το Θεάτρο Σκιών στην Τουρκία
Η Αικατερίνη Μυστακίδου αναφέρει τη θεωρία του Sabri Esat Siyavusgil[11], σύμφωνα με την οποία, το Θέατρο Σκιών στην Τουρκία ήρθε από τις Στέπες της Ασίας, μέσω των Μογγόλων και των Τούρκων, ενώ άλλοι ερευνητές, μεταξύ των οποίων και οMetin And, υποστηρίζουν ότι προήλθε από την Ιάβα, μέσω των Αράβων. στην Τουρκία.  Στη μελέτη της η Μυστακίδου, συμπεραίνει, ότι το Θέατρο Σκιών, από διάφορες αναφορές-μνείες, φαίνεται πως ήταν γνωστό στους Οθωμανούς[12], τον 16ο αι. Από τις πληροφορίες μάλιστα του Εvliya Chelebi συμπεραίνεται  ότι τον 17ο αι. καθιερώνεται σαν είδος διασκέδασης[13].   

Karagoz-Καραγκιόζης
To όνομα Karagoz, που ερμηνεύεται μαυρομάτης, είχε ήδη δοθεί στον κεντρικό ήρωα του Θεάτρου Σκιών, από τον 17ο αι., όπως μαρτυρείται από τον Cornelio Magni και άλλους περιηγητές του 19ου αι.  O Evliya Chelebi, συγκρίνει τον Karagoz και τον Χατζή Αϊβάντ, αντίστοιχα με τους Αρλεκίνο και Πανταλόνε της Commedia Dellarte, είδος το οποίο μεσουράνησε ως τα μέσα του 16ου αι. Και σε ετούτο το θεατρικό είδος ισχύει ο αυτοσχεδιασμός[14].  Ο Σιατόπουλος αναφέρει ότι ο Τούρκικος Karagoz αποκτά τον 17ο αι. μόνιμο θίασο, που αποτελείται από τον ίδιο, τη γυναίκα του σεραγιού Ζένε, το Χατζηαβάτη, το Φράγκο, τον ντελάλη και άλλους.

Ελληνική λαϊκή παράδοση στο θέατρο Σκιών
Η ελληνική λαϊκή τέχνη ανήκει σε μια διαφορετική πολιτιστική παράδοση που διαφέρει από εκείνη των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων της χώρας[15], παρά το γεγονός ότι έχει σημεία επαφής μαζί της. Κατά τον Ψυχάρη[16] αυτή η διαφορά  ανάμεσα στους Έλληνες, αρχίζει από την εποχή του ρήτορα Δημοσθένη (είναι γνωστοί οι Φιλιππικοί του Δημοσθένη), τον οποίο αποκαλεί "άλλο θεριό", στο βιβλίο του, Το Ταξίδι μου.
Οι ρίζες της ελληνικής λαϊκής τέχνης βρίσκονται στον κοινό λαϊκό πολιτισμό των λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου και της Ανατολικής Μεσογείου, που βρέθηκαν ενωμένοι υπό την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη συνέχεια υπό τον Οθωμανικό Ζυγό.  Διαφέρει λοιπόν από την κουλτούρα της Δυτικής Ευρώπης, την οποία το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε να υιοθετήσει σε κάποια φάση της ιστορίας του. Το χάσμα που υπήρχε, μεταξύ της ανεπίσημης λαϊκής κουλτούρας και της επίσημης των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων, φαίνεται να μονιμοποιείται.  Η εξέλιξη της μουσικής και των καλών τεχνών στη Δυτική Ευρώπη, είναι κάτι το απομακρυσμένο και ξένο προς τη λαϊκή μάζα της Ελλάδας. Έτσι λοιπόν, οι σπουδασμένοι στο εξωτερικό Έλληνες, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με το λαό[17].  Σχετικό παράδειγμα εδώ, φέρεται η προσπάθεια του ήρωα Μακρυγιάννη, ο οποίος αφού απέτυχε να επικοινωνήσει με Ευρωπαίο ζωγράφο για την αποτύπωση εικόνων σταΑπομνημονεύματά του, κατέφυγε τελικά στον λαϊκό Παναγιώτη Ζωγράφο και τα παιδιά του, για την πραγματοποίησή τους. Η Ευρωπαϊκή κουλτούρα άρχισε να διαδίδεται στα λαϊκά στρώματα με την αστικοποίηση που προκλήθηκε με την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη και αργότερα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.   
 
 
Η Μουσική στο ελληνικό Θέατρο Σκιών
Ο Γιαγιάνος, σχετικά με το σοβαρό ζήτημα  του χάσματος των τάξεων στην Ελλάδα  αναφέρει τη φράση του Μπρακ: "Υπάρχει η τέχνη του λαού και η τέχνη για το λαό: η δεύτερη εφευρέθηκε από τους διανοούμενους.  Δεν νομίζω πως ο Μπαχ και ο Μπετόβεν όταν εμπνέονταν από λαϊκά τραγούδια, είχαν στο νου τους να θεσπίσουν μιαν ιεραρχία"[18].  Ήταν λοιπόν λογικό το εξωτικής προέλευσης Ελληνικό Θέατρο Σκιών να αγκαλιάσει την ποικιλόμορφη μουσική παράδοση της Ανατολικής Μεσογείου: από τον Αμανέ, το Ρουμελιώτικο τραγούδι του Μπάρμπα Γιώργου, το Αρβανίτικο του Βεληγκέκα, την Κρητική μαντινάδα του Καπετάν Μανούσου και τη Ζακυνθινή καντάδα του Σιορ Διονύση. Μέχρι τις αρχές του 20ου αι. πολύγλωσσοι καραγκιοζοπαίχτες περιόδευαν στις Ελληνικές και Εβραϊκές συνοικίες  της Πόλης. 
           
Θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα
Σχετικά με την καταγωγή του ελληνικού θεάτρου Σκιών οι μελετητές του προβάλλουν διάφορες θεωρίες.  Ο HReich, υποστηρίζει, πως το ελληνικό είδος προήλθε από το "μίμο" των Δωριέων, στα Μέγαρα, τον 6ο αι. π. Χ., "ως το Fabulae attelanae και η Ρωμαϊκή κωμωδία"[19] και ότι διατηρείται στο Βυζάντιο, όπου τελικά οι Τούρκοι έρχονται σε επαφή με αυτό.  Ανάλογες θεωρίες με αυτή τουHReich, υποστηρίζουν και κάποιοι Έλληνες μελετητές, όπως ο Πέτρος Μαρκάκης ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Καραγκιόζης είναι ελληνικής καταγωγής και ότι προήλθε από το "Βυζαντινό Μίμο".  Ο Κ. Μπίρης επίσης υποστηρίζει ότι πρόγονοι του ελληνικού Καραγκιόζη, είναι ο αρχαίος μίμος, τα Ελευσίνεια και τα Καβήρεια Μυστήρια (λατρεία γονιμότητας)[20].  Ο Δημαράς υποστηρίζει ότι "η άμεση προέλευση του Καραγκιόζη", είναι τουρκική.

Επιβολή του Θεάτρου Σκιών, ‘‘Ο ελληνικός Καραγκιόζης’’
Ο Σιατόπουλος[21], περιγράφει τον Καραγκιόζη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, ως ένα "μπουνταλά" αορίστου εθνικότητας, που άλλοτε μιλούσε ελληνικά και άλλοτε τούρκικα.  Έκανε συνεχώς "γκάφες" και τον "ξυλοφόρτωναν".  Βαθμιαία ωστόσο ο πρωταγωνιστής του Θεάτρου Σκιών, εξελίχτηκε και καθιερώθηκε σε ένα λαϊκό τύπο, γεμάτο σπιρτάδα, διαφορετικό από το συνώνυμό του τούρκικο.
Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. το θέατρο Σκιών, παίρνει μια ιδιάζουσα μορφή.  Αποφασιστικό ρόλο σε αυτό, έπαιξε το έργο "Η Βαβυλωνία" του Δ. Βυζαντίου (ψευδώνυμο του Δημήτρη Κ. Χατζηασλάνη), που σατίριζε "τους τύπους και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των Ελλήνων"[22].  Το έργο αγαπήθηκε από τους απελευθερωμένους πλέον Έλληνες, κυρίως επειδή το θέμα αφορούσε τις γλωσσικές διαφορές του ελληνικού πληθυσμού και την ως εκ τούτου δύσκολη συνεννόηση των Ελλήνων, καθώς αυτοί προέρχονταν από διαφορετικά διαμερίσματα της χώρας, τα οποία για αιώνες ήταν απομονωμένα και δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, εξ αιτίας της τουρκικής κατοχής.

Οι καραγιοζοπαίχτες       
Η Αικ. Μυστακίδου στο βιβλίο της αναφέρει ότι ο Μπαρμπαγιάννης ο Βράχαλης, Καλαματιανός, αφήνει την Κωνσταντινούπολη το 1860 και έρχεται στον Πειραιά, όπου ιδρύει το πρώτο Θέατρο Σκιών, ενώ ο Σιατόπουλος υποστηρίζει ότι ο Μπράχαλης ήταν μεν ο πρώτος, αλλά ότι αρχικά, έφερε τον Καραγκιόζη στην Ήπειρο.  Στη συνέχεια μέσω της Δυτικής Έλλάδας ήρθε στην Πάτρα η οποία απέβη "τελικά η ‘Ακρόπολη’ του ελληνικού Καραγκιόζη". Ο Σιατόπουλος επίσης αναφέρει ότι ο Μπράχαλης ανήκει στην πρώτη ή δεύτερη γενιά Καραγκιοζοπαιχτών και θεωρείται "ο γενάρχης της Τέχνης του Καραγκιόζη".
Ένας άλλος Καραγκιοζοπαίχτης είναι ο Μίμαρος (ψευδώνυμο του Δημήτρη Σαρντούκη), που θεωρείται ο θεμελιωτής του Καραγκιόζη, και υπήρξε μαθητής του Μπράχαλη.  Αυτός μαζί με τον Ρούλια από το Καρπενήσι, που ήταν βοηθός του και το Μέμο από την Αιτωλία που ήταν μαθητής του, σχημάτισε την τριανδρία της εποχής και ο κάθε ένας από αυτούς χωριστά, δημιούργησε τη δική του Σχολή. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αι., οι τρεις Καραγκιοζοπαίχτες Μίμαρος, Ρούλιας και Μέμος, αντικαθιστούν στο ελληνικό Θέατρο Σκιών, τους έως τότε χαρακτήρες των έργων, που αντιπροσώπευαν τους διαφορετικούς λαούς που συμπεριλαμβάνονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με Έλληνες ως χαρακτήρες. 
Κέντρο του θεάτρου Σκιών είναι η Αθήνα. Στεγάζεται μάλιστα σε θέατρα καλοκαιρινά:  τις "μάντρες", όπως λέει ο Σιατόπουλος[23]. Από την Αθήνα οι θίασοι του θεάτρου Σκιών εξορμούν προς την επαρχία το Χειμώνα και δίνουν παραστάσεις σε "καφενεία πόλεων και χωριών". Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. διακρίνεται ο καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας, "Ο Καραγκιοζοπαίχτης της Δεξαμενής", που κυριάρχησε για τριάντα χρόνια και το θέατρό του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, "άφησε εποχή". Έντυσε τον καραγκιοζοπαίχτη με ευρωπαϊκά ρούχα και εισήγαγε ευρωπαϊκά στοιχεία στη σκηνή, αντικατέστησε μάλιστα τη "λαρυγγοφωνή", με άλλη σε "ρεαλιστικότερο τρόπο", καθώς λέει ο Γιαγιάννος[24].  Μετέφερε στο "Μπερντέ" τα γεγονότα και τις τεχνολογικές εφευρέσεις της εποχής του, ωθώντας και προσαρμόζοντας τα έργα του θεάτρου σκιών στην επικαιρότητα. Τους πρώτους  καραγκιοζοπαίχτες τους ακολούθησαν νέοι και μεταξύ αυτών, για να αναφέρω μερικούς ήταν οι: Αντώνης Αγιομαυρίτης, Μάρκος Ξάνθος, Χρήστος Χαρίδημος, Χάρης Πετρόπουλος, Λευτέρης Κλαρινόπουλος, Σωτήρης Σπαθάρης. Ως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όλες σχεδόν οι ελληνικές πόλεις έχουν τον καραγκιοζοπαίχτη τους.  Μετά τον πόλεμο όμως οι λαϊκές τέχνες παρακμάζουν.  Με την επιβολή πλέον του κινηματογράφου, το 1930, ο Καραγκιόζης αρχίζει να εκτοπίζεται.  Οι θεατρικοί όμιλοι που αυξάνονται συμβάλλουν στην παρέκκλιση του Θεάτρου Σκιών.  Ο ανταγωνισμός των ειδών της Τέχνης, οδηγεί το Θέατρο Σκιών σε υπερβολές, ως προς την  απόδοση των παραστάσεων, με μεγαλύτερο ρεαλισμό[25].

Ποιος είναι ο Καραγκιόζης και πώς λειτουργεί
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αι.  σβήνει το Κωμειδύλλιο στην Πρωτεύουσα, παραχωρώντας τη θέση του στον Καραγκιόζη του Θεάτρου Σκιών, που μέσω του περιεχόμενου των έργων, γίνεται μία αξιόλογη προσπάθεια προσέγγισης των τάξεων του λαού.  Ως τον Β' Παγκόσμιο  Πόλεμο λοιπόν ο Καραγκιόζης γίνεται αναπόσπαστο μέρος της "Εθνικής Μυθολογίας". Είναι προϊόν της λαϊκής Τέχνης όπως και το Δημοτικό τραγούδι.  Υπάρχει και εδώ λοιπόν ο πρώτος δημιουργός που ονομάζεται Πρωτομάστορας, υπάρχει ο προφορικός λόγος, ο αυτοσχεδιασμός, η πρόσθεση ή αφαίρεση λέξεων ή προτάσεων, το ζύμωμα και το πλάσιμο εκ νέου της πρώτης ιστορίας, χωρίς να αγγίζεται ο σκελετός του.  Σαν τέτοιο λοιπόν λαϊκό κατασκεύασμα, επιδρά στον Έλληνα της εποχής.
Καραγκιόζης, αρχικά είναι ο ραγιάς οικογενειάρχης που έχει τρία παιδιά και τη σύζυγό του, την Αγλαΐα.  "Δε φοβάται, δεν ελπίζει τίποτα, μόνο που πεινάει και συνεχώς γυρεύει φασουλάδα", λέει ο Σιατόπουλος, καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σαν καθιερωμένα μοτίβα της λαϊκής αυτής έκφρασης.  Ο Καραγκιόζης συμφωνεί με το συνονόματό του Τούρκικο πρωταγωνιστή του Θεάτρου Σκιών "ως προς το κλέψιμο κυρίως για την επιβίωση, την αποδοχή της πράξης και τη γελοιοποίησή του", λέει η Μυστακίδου.
Ο Καραγκιόζης πλαισιώνεται με τέσσερεις βασικούς τύπους, τον Μπάρμπα Γιώργο τον επαρχιώτη από τη Ρούμελη, τον Μανούσο από την Κρήτη, το Σιορ Διονύση από τη Ζάκυνθο και τον Σταύρακα από τον Πειραιά, που αντιπροσωπεύει τον αστό,  όπως ο Χατζηαβάτης αν και οι ρόλοι τους στα θεατρικά έργα είναι διαφορετικοί. Ως καθιερωμένος τίτλος ο τίτλος ‘Ο Καραγκιόζης’ για το Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα, αποβαίνει η λαϊκή έκφραση της απελπισίας, για το χάσμα που επικρατεί ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της Ελλάδας και την αδυναμία τους να ενταχτούν σε ένα σύστημα που μιμείται τη Δύση.  Η γλώσσα τα ήθη και τα έθιμα, οι αξίες, οι νόμοι, η πολιτική δομή που η χώρα υιοθέτησε στην εξελικτική της πορεία, ήταν ξένα στις λαϊκές τάξεις και δύσκολο να υιοθετηθούν από αυτές.  Στη σκηνή λοιπόν του Θεάτρου Σκιών, καθρεφτίζεται η ελληνική κοινωνία, με έναν τρόπο νηφάλιο, γεμάτο νοημοσύνη, εξυπνάδα, ευαισθησία και διακατέχεται επίσης από το κωμικό στοιχείο.  Οι εικόνες που σκιαγραφούνται στη σκηνή-πανί, με τη γελοιότητά τους συμβάλλουν τα μέγιστα στην εντύπωση που θέλει να δώσει στους θεατές, που είναι κάθε ηλικίας και των δύο φύλων, αντίθετα προς το ομώνυμο τουρκικό είδος όπου οι θεατές είναι μόνο ενήλικοι άρρενες. Τα έργα του Θεάτρου Σκιών, επιτρέπουν  στον Καραγκιόζη να αλλάζει μορφή ανάλογα με τον εκάστοτε ρόλο του, χωρίς όμως να αποβάλλει τα στερεότυπα ελαττώματά του: τη βωμολοχία, το κλέψιμο, τη μονιμότητα της πείνας του, την κοροϊδευτική στάση του έναντι των άλλων, την τραγική αυτοειρωνεία του, την ασυνειδησία του ως πατέρας και σύζυγος έναντι της οικογενείας του[26], αλλά και ως μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει, τη συζυγική  απιστία του, δεδομένου ότι συνεχώς σκαρώνει περιπέτειες και σχεδιάζει γάμους με τη Βεζυροπούλα. Αιτία όλων των χαρακτηρισμών του Καραγκιόζη, είναι η μονιμότητα των προβλημάτων του.
Όπως ήταν φυσικό, ο Καραγκιόζης ως θέαμα, διατηρήθηκε  επί μακρότερο στην επαρχία, όπου η εξέλιξη παρουσιάζει βραδύτερο ρυθμό συγκριτικά προς την Πρωτεύουσα της χώρας, όπου παρατηρείται νόθευση του ιθαγενούς στοιχείου[27] από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.  Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στα έργα του Θεάτρου Σκιών δίπλα στους παραδοσιακούς τίτλους, όπως είναι: Ο Καραγκιόζης Φούρναρης, Ο Καραγκιόζης Φαρμακοποιός, παρατηρούνται τίτλοι έργων ρομαντικού περιεχομένου, όπως: Η Άγνωστος, Οι Δύο Ορφανές, Οι Άθλιοι και άλλα.  Σημειώνονται ακόμη κείμενα με πρόσφατο ιστορικό περιεχόμενο για την περίοδο ετούτη όπως είναι: ο Γαλλοαυστριακός Πόλεμος, ο Στρατηγός Βελισάριος και άλλα, από τον Καραγκιοζοπαίχτη Βασίλαρο[28].  Είναι φανερό ότι οι αλλαγές αυτές στα σενάρια του Θεάτρου Σκιών, είναι προσπάθεια  προσαρμογής του είδους στη βαθμιαία εξέλιξη των κοινωνικών οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το Θέατρο Σκιών, άσχετα με τις προσπάθειες αναπροσαρμογής στο γενικά εξελισσόμενο ελληνικό επίπεδο, διατηρεί  το veto της αυθαιρεσίας σε ότι αφορά την ανάμειξη των ιστορικών εποχών και προσώπων, με την ίδια ευκολία που χρησιμοποιεί τη ανάμειξη των Ελληνοχριστιανικών αρχών δίπλα στο δικό του μικρόκοσμο της απάτης, με στόχο την κατεύθυνση της προσοχής των θεατών στα εκάστοτε φλέγοντα επίκαιρα και όποιας φύσης, προβλήματα . Με το αιτιατό αυτό δίπλα στα κλασσικά έργα του ηρωικού ιστορικού μυθιστορηματικού περιεχομένου όπου αντικατοπτρίζεται η εποχή της τουρκικής δουλείας στην Ελλάδα, όπως είναι τα: Ο Καπετάν Γκρης, Ο Ήρως Κατσαντώνης, Ο Αθανάσιος Διάκος, παρατηρούνται και έργα στα οποία η ιστορική χρονολογική σειρά ανατρέπεται, όπως στα: Ο Καραγκιόζης τα Επτά Θηρία και ο Μέγας Αλέξαντρος, Ο Καραγκιόζης και τα τρία αινίγματα ή Οι Άθλιοι, όπου μάλιστα ο τόπος της ιστορίας δηλώνεται με αναφορά στον Πύργο του Άϊφελ, μολονότι αυτός ανεγέρθη μεταγενέστερα της εποχής του VHugo, συγγραφέα των Αθλίων.
Στο μεσοπόλεμο (1918-1939) τονίζει ο Κιουρτσάκης[29] τα έργα του Καραγκιόζη κηρύσσουν ηθικολογικά μηνύματα. Το κύμα του εξευρωπαϊσμού και ο πουριτανισμός της αστικής τάξης κυρίως μετά το 1880 (περίοδο ρομαντισμού) έτειναν στην εξάλειψη της χυδαιότητας των έργων ανατολίτικου τύπου στο Θέατρο Σκιών.  Το αναγνωστικό κοινό της ελληνικής κοινωνίας αγαπά έργα όπως τα: Γενοβέφα, Γκόλφω, Η Άγνωστος, Η Κασσιανή, Οι δύο Ορφανές και άλλα[30]. Ο Καραγκιοζοπαίχτης, ο άνθρωπος που ζωντανεύει τις σκιές στο πανί, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κοινού και διατηρεί ένα επίπεδο τέχνης, όχι κατώτερο εκείνου στο οποίο την παρέλαβε.   
 
[1]Τίτλος του μελετήματος:  Κατά πόσο η εικόνα της κοινωνίας  του Θεάτρου Σκιών  στα κωμικά έργα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της Ελληνικής κοινωνίας.
[2] Γραμμένος Μπάμπης (επιμέλεια), Δώδεκα Κωμωδίες και το Χρονικό του Θεάτρου των  Σκιών, Ιστορικό: Δ. Σιατόπουλος, Άγκυρα, Αθήνα 1973, σελ. 6 .
[3] Καραγκιόζης = Μαυρομάτης
[4] Δ. Σιατόπουλος, ο. π, σελ. 6.
[5]Μυστακίδου Αικατερίνη:  KaragozΤο Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα και στην Τουρκία, Ερμής, Αθήνα 1982, σελ. 27.
[6] Μυστακίδου, στο ίδιο κείμενο ο. π, σελ. 29.
[7] (Ombres Chinoises) Μυστακίδουοπ., σελ. 35
[8] Μυστακίδου, ο. π., σελ. 36
[9] Μυστακίδου, ο. π., σελ. 44
[10]Μυστακίδου, ο. π., σελ. 45  
[11]Μυστακίδου, ο. π., σελ. 68-74
[12]Μυστακίδου, ο. π., σελ. 123.  Οι Οθωμανικοί αντιπρόσωποι των λαών του Θεάτρου Σκιών.
[13]Μυστακίδου, ο. π., σελ.  69-70
[14]Σιατόπουλος, ο.π., σελ. 8
[15]Γιαγιάνος Απ., Γιαγιάνος Αρ., Διγκλής Ι., Ο Κόσμος του Καραγκιόζη, Γενική Εισαγωγή, εισαγωγές στα κεφάλαια: Θ. Χατζηπανταζής, 1ος και 2ος τόμος, Αθήνα, 1976-1977, Εκδόσεις Ερμής, σελ. 12-13.
[16] Ψυχάρης, Το Ταξίδι μου, Επιμέλεια, Άλκης Αγγέλου, Βιβλιοπ. Εστίας, Αθήνα 1993, σελ. 161-162.
[17]Ψυχάρης, ο. π., σελ. 148-141
[18] Γιαγιάννος, ο. π., σελ. 18
[19] Μυστακίδου, ο. π., σελ. 63
[20] Σιατόπουλος, ο. π., σελ.11
[21] Σιατόπουλος, ο. π., σελ.8
[22] Σιατόπουλος, ο. π., σελ.9
[23] Σιατόπουλος, ο. π., σελ.13
[24] Γιαγιάννος, 1ος Τόμος, ο. π., σελ.15
[25]Γιαγιάννος, 2ος Τόμος, ο. π., σελ.20

[26]Σιατόπουλος, σελ.16
[27] Γιαγιάννος, 1ος Τόμος, σελ.15, και στο 2ο Τόμο, ο. π., σελ.14
[28] Γιαγιάννος, 2ος Τόμος, ο. π., σελ.189
[29] Κιουρτσάκης Γ. Καρναβάλι και Καραγκιόζης: οι Ρίζες και οι Μεταμορφώσεις του Λαϊκού Γέλιου, Κέδρος, Αθήνα, 1985, σελ. 347-348.
[30] Έργο 2, του Μ. Ξάνθου και το έργο 12 του Ι. Μανούσακα, στο βιβλίο του Μπάμπη Γραμμένου (επιμέλεια), από το οποίο εξετάζονται οι κωμωδίες που βρίσκονται στον πρόλογο αυτής της εργασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου