Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο… (Δημήτρης Δημητριάδης)
Δημήτρης Λάγιος, Τι πάθος
Κατάλογοι. 2 (απόσπασμα)
Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο, εξαγριωμένο απ’ τις δορυώσεις,
κυνηγημένο μέσα στη λάσπη και στα βρεμένα δέντρα,
από χώρα σε χώρα,
μπερδεύοντας τα σύνορα που σα σύρματα μπλέκονται στα πόδια του,
με τα μαλλιά απ’ τον ιδρώτα κολλημένα
στο μέτωπο, στον τράχηλο, στους κροτάφους,
με μια κορυφωμένη πίκρα στο στόμα,
με το αίμα να θέλει να πεταχτεί μέσα από τους διεσταλμένους πόρους,
πεισματικά εμπνευσμένο από την καταδίκη του,
μεταρσιωμένο από τον ίλιγγο της δυστυχίας του,
από τη μέθη του ίδιου του τού αίματος,
βλέποντας εκτυφλωτικά οράματα μέσα στη σκοτεινή περιδίνηση του φόβου του,
με την ακαταμάχητη γονιμότητα της καταδιωγμένης κοιλιάς του,
πάθος ακάλυπτο, ουρλιάζοντας, χωρίς στρώμα, εκτεθειμένο, βρίζοντας,
μέρα νύχτα βρίζοντας, βρίζοντας σαν αφόδευση θεών,
αρπάζοντας και μην τίποτα πιάνοντας,
οργασμένο από τον μαγνητισμό της υπέρβασης των όρων,
πάθος με τη δική του θεολογία
και δικούς του τρόπους εξαϋλώσεων
του χλωράνθιου, του δοξαίσθητου σώματος,
του λατρευτικού, του μυραιώνιου,
που σαλεύει γλυκά και ξιφιαία σαν μάταιος έρωτας
και σαν αίμα της μνήμης σε φλογισμένο κρόταφο, πάθος
που ζει λιμασμένο,
σα δαρμένο σκυλί των τεκέδων, σαν άρρωστη γάτα των μπορντέλων,
εξομοιωμένο με το αβυσσαλέο κενό
που είναι η άλλη όψη της πληρότητας και των ανεξάντλητων εικόνων,
αινιγματικό, άλυτο, απόρθητο, ακατάβλητο, μυστικοπαθές και δημοφάγο,
δοσμένο στο μαρτύριο της ανέγερση του ανείπωτου και του απρόσιτου,
με τα βυζιά του καμένα, τη μήτρα του κλεμμένη, τη γλώσσα φαγωμένη,
όλες τις αισθήσεις μαντρωμένες
κι όλες τις διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο,
στο έπακρο όλες τις διαισθήσεις,
όλες οι διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο.
Εν όψει του καταιγισμού των προφητειών.
Εν όψει της ανατολής των νέων ιερέων.
Για ν’ ακούσουν οι συναθροίσεις τον λόγο
και να δοξάσουν το όνομα τού μέχρι τότε ακατονόμαστου.
κυνηγημένο μέσα στη λάσπη και στα βρεμένα δέντρα,
από χώρα σε χώρα,
μπερδεύοντας τα σύνορα που σα σύρματα μπλέκονται στα πόδια του,
με τα μαλλιά απ’ τον ιδρώτα κολλημένα
στο μέτωπο, στον τράχηλο, στους κροτάφους,
με μια κορυφωμένη πίκρα στο στόμα,
με το αίμα να θέλει να πεταχτεί μέσα από τους διεσταλμένους πόρους,
πεισματικά εμπνευσμένο από την καταδίκη του,
μεταρσιωμένο από τον ίλιγγο της δυστυχίας του,
από τη μέθη του ίδιου του τού αίματος,
βλέποντας εκτυφλωτικά οράματα μέσα στη σκοτεινή περιδίνηση του φόβου του,
με την ακαταμάχητη γονιμότητα της καταδιωγμένης κοιλιάς του,
πάθος ακάλυπτο, ουρλιάζοντας, χωρίς στρώμα, εκτεθειμένο, βρίζοντας,
μέρα νύχτα βρίζοντας, βρίζοντας σαν αφόδευση θεών,
αρπάζοντας και μην τίποτα πιάνοντας,
οργασμένο από τον μαγνητισμό της υπέρβασης των όρων,
πάθος με τη δική του θεολογία
και δικούς του τρόπους εξαϋλώσεων
του χλωράνθιου, του δοξαίσθητου σώματος,
του λατρευτικού, του μυραιώνιου,
που σαλεύει γλυκά και ξιφιαία σαν μάταιος έρωτας
και σαν αίμα της μνήμης σε φλογισμένο κρόταφο, πάθος
που ζει λιμασμένο,
σα δαρμένο σκυλί των τεκέδων, σαν άρρωστη γάτα των μπορντέλων,
εξομοιωμένο με το αβυσσαλέο κενό
που είναι η άλλη όψη της πληρότητας και των ανεξάντλητων εικόνων,
αινιγματικό, άλυτο, απόρθητο, ακατάβλητο, μυστικοπαθές και δημοφάγο,
δοσμένο στο μαρτύριο της ανέγερση του ανείπωτου και του απρόσιτου,
με τα βυζιά του καμένα, τη μήτρα του κλεμμένη, τη γλώσσα φαγωμένη,
όλες τις αισθήσεις μαντρωμένες
κι όλες τις διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο,
στο έπακρο όλες τις διαισθήσεις,
όλες οι διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο.
Εν όψει του καταιγισμού των προφητειών.
Εν όψει της ανατολής των νέων ιερέων.
Για ν’ ακούσουν οι συναθροίσεις τον λόγο
και να δοξάσουν το όνομα τού μέχρι τότε ακατονόμαστου.
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου