Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Αυθαίρετο..

Αυθαίρετο..

26Σεπ 2009

17

8825_1121588168601_1493980467_30314551_6254000_n.jpgΔίχως άδεια έγδυσα το εκμαγείο μας

Νύχτα ήταν
Μια μπαζωμένη βάση
Μάτια φύτρωναν
στα υλικά κατεδαφίσεως
από την υγρασία του ασθενή
Νεκροί, γυρίνοι κι ερπετά,
μια φυσαρμόνικα χλωμή
που το λυγμό φοβόταν
και δυο τελάρα σύννεφα
για ν΄αγρυπνούν το νόμο

Αυθαίρετο αναστήθηκε
Τα σχέδια εξαίσια
Χτίστηκαν δυο αδέλφια
Κάγκελα γίναν στα παράθυρα
και στο πηγάδι θειάφι
Κισσός, να πνίγει το θεριό
φως να μην ανατέλλει

Στοργή δεν στάζει πουθενά
μονώθηκαν οι ελπίδες μας
και τα θεμέλια σαθρά
το πάτωμα το μάσησαν
τερμίτες χορτοφάγοι

Ρίζα πλατιά,
ρωγμές φθηνές,
ταβάνι η αλήθεια
καπνός στριφτός
σκαρφάλωνε τους τοίχους μας

Με προκοπή καλούπωνε το όνειρο
του κύκλωπα η συνήθεια..


αφιερωμένο στην αδελφή μου,
τη γνήσια
  
  L.N.E




Read more: http://angels.pblogs.gr/tags/afieromena-gr.html#ixzz30D0DTpqu

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

παραλογισμοί ερώτων


Μιλώντας για τον έρωτα, οφείλω να ομολογήσω (προπάντων σε μένα, είναι η αγαπημένη μου ομολογία που αθεράπευτα ναρκισσιστικά, ερωτεύομαι να ακούω την καρδιά να ομολογεί), πως δεν υπάρχει πιο όμορφη κι ερωτεύσιμη πλάνη, από τον έρωτα που ερωτεύεται τον έρωτα. Πάντα ερωτευμένος, χαμένος ο λογισμός, παραδομένες οι αισθήσεις σε ακρογωνιαία ερεθίσματα, αόρατα στους πολλούς ως την μύτη βελόνας, ή ως χρωματιστή κορδέλα  μέσα  σε πολύχρωμο αστρικό σύμπλεγμα, από κουβάρια με κορδέλες (ζωγραφισμένα ίσως από το όνειρο κάποιου αλλοτινού παιδιού).   Και λέω πλάνη, γιατί τον χαρακτηρίζει αυτόν τον έρωτα, η  ιδιότητα και ικανότητα να αλλάζει μορφές.. Να γίνεται δέντρο, πουλί, γυναίκα ή νύχτα, κι ύστερα μια άλλη γυναίκα, άστρο πνιγμένο στη θάλασσα τη μια, ήλιος την άλλη σε πεντακάθαρο ουρανό. Πάντοτε δυστυχής, πάντα ευτυχισμένος, ποτέ μόνος, μα και με κανέναν μαζί. Ματαιόδοξος τόσο ώστε ν’ απαρνιέται κάθε δόξα για χάρη του έρωτα, σα γυάλινες γόβες και στέμμα, που όσο ψηλά σε ανεβάζουνε, το ίδιο εύκολα μπορούνε να σε γκρεμίσουν στα γόνατα. Μπροστά σε ένα αληθινά μεγάλο έρωτα (αυτή είναι η πεποίθηση με την οποία αρχίζει πάντα μία ολοκαίνουργια πλάνη), ή στο τίποτα. Άξαφνα όπως αν γκρεμιζότανε όλος ο κόσμος, (στο τίποτα ενός αληθινού μεγάλου έρωτα). Παραλογίζομαι; μπορεί… ίσως απλά παίζω, με την αλήθεια, θέλοντας να την πείσω να μου φανερώσει το υποκοριστικό της όνομα.. Πανέμορφη κάθε αλήθεια, μέχρι να την κάνεις δική σου.

θα σας φέρω και παπαρούνες

θα σας φέρω και παπαρούνες ;;απο το φεγγαρι αγκαλια 





Σάββατο πρωί κι εκεί που περπατούσα στο ανακαινισμένο κομμάτι της παραλίας τι βλέπω;
Παπαρούνες στη θάλασσα.  Αγριοπρασινάδα και παπαρούνες πολλές κατακόκκινες,  και μερικές πορτοκαλί και λίγες ροζ και κάποιες φούξ..  τρελλάθηκα!  Σαν κάποιος να σκόρπισε κόκκινο πολύ για να δημιουργήσει περιβάλλον σουρεαλιστικό.

Χθες βράδυ,  μεταξύ ύπνου και ξύπνιου,  νόμιζα ότι άκουγα φωνές..  πάει λέω χάζεψα..  το έχω χάσει τελείως.  Όταν ο Δ. μου είπε ότι ακούει κι αυτός ηρέμησα.  Και οι δυό τρελλοί..  δύσκολο!
Ήταν μια οχλοβοή σχεδόν ακαθαρίστη σαν πολλές φωνές μαζί που ερχόταν από πολύ μακριά.
''Άρχισε η επανάσταση;''  σκέφτηκα..  χωρίς εμένα;
Σηκώθηκα και άνοιξα τηλεόραση,  τίποτα.
Στο διαδίκτυο..  τίποτα..
Μετά έμαθα ότι πολλοί,  πάρα πολλοί οπαδοί του παοκ κατέβηκαν Αθήνα..  και που προφανώς η συνάντηση έγινε στο γήπεδο του παοκ από όπου κι όλη η φασαρία..

Κρίμα..  κι είχα μια ελπίδα ;)

και τελικά;

και τελικά;





Δεν ξέρω αν κάποιες καταστάσεις συνηθίζονται ή αν αυτές θα σηματοδοτήσουν σαν πελώρια αγκάθια τη ζωή μας  /  ξεχνάω για μερικά λεπτά που καμμιά φορά μπορεί να ξεπερνούν την ώρα και μετά θυμάμαι και τινάζομαι  /  περνάω από γειτονιές και λυπάμαι,  πραγματικά λυπάμαι  /  πόσο ανούσια μπορεί να μοιάζουν όλα  /  και τελικά η ψύχα;  ποιά είναι η ψύχα;  /  βροχή και λύπη,  πολύ λύπη  /  ήθελα μια απογευματινή βόλτα στην παραλία,  αλλά μόνη;  αξίζει σ΄αυτή τη βόλτα να είσαι μόνη;  /  θυμός  /  μερικές φορές μακάρι να μπορούσα να μην σκέφτομαι,  ούτε να κοιμηθώ θέλω,  κάπου να αφοσιωθώ,  σε ένα συμβάν κυρίως αυτό θα ήθελα  /  νομίζω πως πονάει η ψυχή μου και μετά θυμώνω γιατί λέω αυτό ήταν;  και ποτέ δεν προλάβαμε να διορθώσουμε κάτι  /  άραγε οι άλλοι νιώθουν ποτέ ενοχές απέναντι μου;  /  ενοχές ουσιαστικές,  τόσο που να μπορούσαν αληθινά να αλλάξουν  /  ...απο  με το φεγγαρι αγκαλια 

Μ' Αγαπάς;

Φτιάξε γέφυρες και οχι φράγματα


Φτιάξε γέφυρες και οχι φράγματα

Είναι περιττό να κλαίς για το χθες-το χθες έχει τελειώσει.Το συγχωρώ το παρελθόν μου.Συγχωρώ τους ανθρώπους που με πλήγωσαν.Δε θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κατηγορώντας και δείχνοντας με το δάχτυλο.Έχω βαρεθεί τόσο πολύ ν' ακούω τους ανθρώπους να αναμασάνε το τι τους έκαναν οι γονείς τους.Ξέρετε τι σας έκαναν οι γονείς σας; Ό,τι καλύτερο ήξεραν. Ό,τι καλύτερο μπορούσαν,σε πολλές περιπτώσεις το μοναδικό πράγμα που ήξεραν.Κανείς δεν ξεκίνησε κακόβουλα να κάνει κακό στα παιδιά του,εκτός και αν ήταν ψυχωσικός. 
Μπορείς να συγχωρήσεις;Μπορείς να ξεχάσεις;Μπορείς να πεις "δεν πειράζει, άνθρωποι είναι και αυτοί;" και να τους αγκαλιάσεις; Μετά αγκάλιασε τον ίδιο σου τον ευατό.Ανακάλυψε ξανά ότι είσαι ιδιαίτερος,μοναδικός....Αγκάλιασε τον παλιό καλό σου φίλο!Υπάρχει αυτό που είσαι τώρα και άλλο ένα άπειρο κομμάτι να αναζητήσεις και να ανακαλύψεις.Μην ξοδεύεις τον καιρό σου κλαίγοντας!Συγχώρα τους άλλους!Συγχώρα τον ευατό σου!Δέξου την ευθύνη για την ίδια τη ζωή σου!Αν περάσεις τη ζωή σου με το να σκέφτεσαι το χθες,θα χάσεις αυτό που συμβαίνει τώρα.Η πραγματική πραγματικότητα είναι να είσαι εδώ,στο τώρα!
Από το βιβλίο του Λεό Μπουσκαλιά "Να ζεις,ν' αγαπάς και να μαθαίνεις" 
Ανθρωπιστικές επιστήμες-Ψυχολογία συμπεριφοράς

Αφιερωμένο στην αδερφική μου φίλη που τελευταία δοκιμάζεται πολύ μέσα της.
Θα είμαι πάντα δίπλα σου,ελπίζοντας πως μαζί θα καταφέρουμε να σπάσεις τα φράγματα και ν φτιάξεις γέφυρες!
alt 

Φυλάξου Αγάπη Μου...

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ερμηνευτική Προσέγγιση Στο Ποίημα Του Έκτορα Κακναβάτου, «Ώρα Δειλινή»,

Vincent van Gogh

Ερμηνευτική Προσέγγιση Στο Ποίημα Του Έκτορα Κακναβάτου, «Ώρα Δειλινή»,

Αρχικά χρειάζεται κάποια εξοικείωση με την υπερρεαλιστική γραφή του Ε. Κακναβάτου, που μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των πληροφοριών του βιβλίου και επιπρόσθετων, αν ο διδάσκων το θεωρεί απαραίτητο. Εξάλλου, οι μαθητές γνωρίζουν από άλλους ποιητές τα μέσα που χρησιμοποιεί η υπερρεαλιστική ποίηση. Ο Ε. Κακναβάτος, όμως, τους είναι άγνωστος, γι’ αυτό μπορούν να δοθούν κάποια στοιχεία που αφορούν την ιδιαιτερότητα της γραφής του, όπως:
– H χρήση μικτής γλώσσας, ανεξάρτητα από τις συμβάσεις της μορφής –δημοτική, καθαρεύουσα–.
– Η αξιοποίηση του συνολικού λεξιλογίου –αρχαίου, λόγιου, δημοτικού, διαλεκτικού και ιδιωματικού–, από κάθε γλωσσικό επίπεδο –καθημερινό, επίσημο, αργκό–, από κάθε χώρο του επιστητού, ειδική ορολογία επιστημονική ή επαγγελματική.
– Ανοίκειες λεξιλογικές συνάψεις.
– Ανακάτωμα του χωροχρόνου, χωροχρονικοί συμφυρμοί.
– Υπερρεαλιστικές εικόνες που ξαφνιάζουν.
– Συνύπαρξη πραγματικού και φανταστικού.
– Δημιουργία του κειμένου με βάση τη λέξη ή φράση και τους αναπτυσσόμενους συνειρμούς, κείμενο παράσταση, όχι αναπαράσταση, λέξη-γεγονός, ιδέες-πράγματα, ιδέες-εικόνες.
– Συντακτική οργάνωση ελλειπτική παρατακτική ή υποτακτική και ρητορικοί τρόποι, όπως επανάληψη, ερώτηση, προσφώνηση, υπερβολή, ψυχοποίηση.
– Ανατροπές σημασιολογικές που κατανοούνται στο επίπεδο του παραδείγματος και του συνειρμού.
– Αξιοποίηση του ήχου και της οπτικής παρουσίας της λέξης.
– Σημαίνουσα τυπογραφική οργάνωση του ποιήματος, γεωμετρικά σχήματα, λέξη-στίχος, αυτονόμηση άρθρων, επιθέτων, επιρρημάτων, κ.ά.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τη διδασκαλία του και ιεραρχεί κάποιους στόχους, που θεωρεί ότι πρέπει να υλοποιηθούν.
Ενδεικτικά δίνονται οι ακόλουθες επισημάνσεις οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην προσέγγιση του ποιήματος, όπως:
– Η σχέση-συνομιλία του τίτλου με λέξεις του κειμένου, που δίνουν το χρόνο ως χρονική στιγμή (γαρουφαλένια δύση, εσπέρα, Απρίλης, εσπερινούς), ως ανακάτωμα αρχαίου και νέου χρόνου με την αναφορά στον Ίακχο ή το Χριστό και τέλος ως απέραντο χρόνο (αιώνες, πλειστόκαινου).
– Σχολιάζεται η ανασήμανση και τα σημαινόμενα των λέξεων, π.χ. του εκκλησιδιού, ψαλμουδιά, τα Πάθη του Ίακχου ή του Χριστού, η ψυχή μου τρέμει, μνήμη που πονάς.
– Συζητείται πώς συγκροτείται ο τόπος με την αναφορά στη βυζαντινή ψηφίδα του εκκλησιδιού, στον ολόσωμο ασβέστη, στα θάμνα, που παραπέμπουν στο λιτό ελληνικό τοπίο.
– Γίνεται διερεύνηση του υπαρξιακού ρίγους που διαπερνά το ποίημα και σχολιάζεται η τελευταία στροφή-κραυγή του ποιητή (υπόγεια ιστορική διαδρομή, συγκρατημένος λυρισμός για τον τόπο και με ό,τι αυτός συνεπάγεται).
– Συζητείται ο τρόπος που γεννιέται αυτό το ποίημα (κειμενογένεση) με βάση τη λέξη και το συνειρμό, τα σημαινόμενα στα οποία παραπέμπει η λέξη και τη συνοχή με την επανάληψη ή επαναδίπλωση φράσης.
– Συζητείται η επιλογή του λεξιλογίου και το ύφος με τη διαπλοκή α΄ και β΄ ρηματικού προσώπου.
– Σχολιάζεται η στιχουργία και η όλη οργάνωση του ποιήματος (ανισοσυλλαβία στίχων, αυτονόμηση λέξεων-στίχων, άνισες στροφές).
– Εντοπίζονται τα στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
– Συνεξετάζεται ως παράλληλο το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού “ Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι” ή σε αντίστιξη “Ένα Ωραίο Πρωί” του Α. Εμπειρίκου (Υψικάμινος), ή όποιο άλλο σχετικό επιλέξει ο διδάσκων.
Η μέθοδος είναι μαθητοκεντρική, συνδυασμός διαλεκτικής (διάλογος, διερεύνηση θεμάτων και ερμηνεία τους) και συνερευνητικής-ερμηνευτικής.
Αρχικά διαβάζει ο καθηγητής το ποίημα, το διαβάζει πάλι ένας μαθητής και μετά καταγράφονται οι πρώτες εντυπώσεις των μαθητών. Ακολουθεί σιωπηρή μελέτη από τους μαθητές για 3-5 λεπτά κατά την οποία υπογραμμίζουν σημεία που θα ερμηνευτούν και εξοικειώνονται με το ποίημα.
Σε μια δεύτερη φάση αρχίζει η ερμηνευτική προσέγγιση με στοιχεία του κειμένου, (γλώσσα, εικόνες, ιδέες-νοήματα).
Στην α΄ στροφή σχολιάζεται η απορηματική πρόταση, το ρήμα λέω και το λαϊκό τάχαμ, που ενώ δημιουργεί ατμόσφαιρα οικεία, καθώς είναι κοντά στον προφορικό λόγο, συγχρόνως ανατρέπεται αυτή η οικειότητα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Η σύνταξη χρειάζεται κάποια αναδιάταξη λογική για να γίνουν τα λεγόμενα από τον αναγνώστη, π.χ. μη είναι η ψηφίδα… μεταβίωση βυζαντινή. Η ψηφίδα δένει αρμονικά με την εικόνα του εκκλησιδιού (μικρό εκκλησάκι, λαϊκή λέξη). Ο ποιητής φτιάνει τη λέξη ενώπια από το ενώπιον που παραπέμπει σε πρόσοψη του εκκλησιδιού, που ασπρίζει και αυτό το ρήμα παραπέμπει συνειρμικά στον ασβέστη που άγιασε (παράλογο στοιχείο, ψυχοποίηση, συνειρμική σχέση με τη λέξη, εκκλησιδιού.). Έτσι δίνεται η πρώτη ελλειπτική εικόνα με το βυζαντινό εκκλησάκι που προσδιορίζεται από τη λέξη- απορία μην είναι μεταβίωση με την αρχική σημασία της λέξης. Ο ποιητής ψάχνει, όπως λέει, για λέξεις μάχιμες, ατίθασες, αμαζόνες, χωρίς αιθάλη και φενακισμένο μανδύα, αυτό το αυθεντικό μεταβιβάζει η μεταβίωση από το βυζαντινό στο σύγχρονο.
Η επανάληψη της πλάγιας απορηματικής πρότασης (παραλείπεται η κύρια, το ρήμα λέω, ελλειπτικότητα της μοντέρνας ποίησης) μην είναι στοιχείο συνοχής- αξιοποιείται για την προέκταση του νοήματος (συνεκτικότητα). Έτσι, η δύση, η εσπέρα, συνομιλούν με τον τίτλο- επίταξη του επιθέτου, δειλινή από το δειλινό- και η ψύχρα (συνειρμικά με τη δύση του ήλιου), που ασκητεύει αντίκρυ του εκκλησιδιού (ανατροπή στη σύνταξη, υπερβατό). Οι λέξεις αυτές προβάλλονται –είναι τα κειμενικά υποκείμενα–, καθώς γίνονται στίχοι αυτοτελείς (έμφαση) και ακολουθεί η δεύτερη ασύνδετη δευτερεύουσα πρόταση (και) που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε… σπουργίτια. Εικόνες μες στις εικόνες η μια λέξη συνειρμικά γεννάει την επόμενη λέξη-γεγονός και εικόνα-ιδέα.
Ακολουθεί συσσωρευτικά ο απορηματικός λόγος: μην είν’, μην, μην, μην, με συμφυρμό χρόνου, τόπου και αποκάλυψη του συναισθήματος, της υπαρξιακής αγωνίας,, π.χ. η ψυχή μου τρέμει. Έτσι, ή ο Ίακχος πάσχει ή ο Χριστός, είτε το βημόθυρο είναι αρχαίο είτε χριστιανικό με τον Ταξιάρχη και την απειλητική έκφρασή του, ένα είναι το βέβαιο ότι η ψυχή τρέμει ως το καρυόφυλλο (διαλογικότητα με δημοτική ποίηση και λαϊκή παράδοση). Ο ποιητής μέσα από μια ψυχαναλυτική και συνειρμική διαδικασία έχτισε το ποίημά του με λέξεις και αναδυόμενες εικόνες γεμάτες συναίσθημα, ατομικό και συλλογικό, καθώς κάνει διαδρομές στην ιστορία και τον πολιτισμό.
Στη δεύτερη στροφή αναζητάμε τη σχέση της τρομαγμένης ψυχής με τη μνήμη που πονάει τον ποιητή (επιφωνηματικός λόγος, που προϋποθέτει τον άλλο, τον αναγνώστη). Η έξαρση του συναισθήματος διακόπτεται από την απορία -αναζήτηση της αρχέγονης αιτίας, μην είσαι συ η αίσθηση, λέω μην …καταβολή/ το βιός…στα κόκαλα/ οι αιώνες. Ο ελλειπτικός λόγος αναδιατάσσεται με το σχήμα του κύκλου, λέω μην, και γίνεται πιο ελλειπτικός με την απουσία του είναι και τη συσσώρευση των υποκειμένων, καταβολή, βιος. Η οργάνωση του λόγου ως αλγεβρικής παράστασης –ο ποιητής είναι μαθηματικός– σημαίνει στη γλώσσα της ποίησης την ένταση του συναισθήματος από τη διαδρομή του ρίγους στα κόκαλα του ποιητή-εκπρόσωπου της γενιάς του- και την αποκάλυψη ότι αυτή η αγωνία γίνεται πλημμύρα που ξεσπάει την ώρα τη δειλινή, με τους εσπερινούς, τότε που όλα ησυχάζουν και γίνεται μια ενδοσκόπηση. Η στροφή κινείται από το φυσικό περιβάλλον στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ζωή και ποίηση, φύση και άνθρωπος βρίσκονται σε μια άμεση σχέση.
Η 2η στροφή ολοκληρώνεται δίνοντας το φόβο μέσα από τη διάσταση, το διαρκές της μνήμης που φωνάζει, που διαμαρτύρεται και παρουσιάζεται σαν επίλογος-επιμύθιο. Εδώ μπορεί να σχολιαστεί ο τίτλος, να ενταχθεί το ποίημα στη συλλογή με το σημαίνοντα τίτλο, Τα μαχαίρια της Κίρκης, – ανασήμανση του αρχαίου συμβόλου μέσα από τα σύγχρονα δεδομένα– και να κατανοηθεί καλύτερα ως όλον και ως σημαίνον μέρος της συλλογής που διαπερνάται από τη μνήμη και την αναζήτηση δικαιοσύνης. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1977.
Συγκροτούνται τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ε. Κακναβάτου με κειμενικά στοιχεία και παρουσίαση άλλων ποιημάτων. Επίσης, μπορούν να σχολιαστούν οι απόψεις-κρίσεις μελετητών της ποίησης του Ε. Κακναβάτου, όπως: Αλ. Αργυρίου, Γ. Δάλλα, Φρ. Αμπατζοπούλου, Γ. Γιατρομανωλάκη και Χρ. Αργυροπούλου που τοποθετούν τον ποιητή στην πρωτοπορία, στους ριζοσπαστικούς και αυθεντικούς υπερρεαλιστές ποιητές.
Τέλος, γίνεται συνόψιση των κύριων σημείων και ακολουθεί συνολική θεώρηση, σύνθεση του όλου από τα επί μέρους, ανάγνωση του ποιήματος και παρουσίαση και άλλων ποιημάτων του Ε. Κακναβάτου από την ίδια ή άλλη συλλογή.

Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο (ΟΕΔΒ)


Read more:http://latistor.blogspot.com/search/label/%CE%95%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B1%CF%82%20%CE%9A%CE%B1%CE%BA%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82%20%22%CE%8F%CF%81%CE%B1%20%CE%94%CE%B5%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CE%AE%22#ixzz2zv7VXDvn

Γιώργος Σεφέρης «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»

Will Bullas 

Γιώργος Σεφέρης «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις 
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη '38 

Το 1938 ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα από την Κορυτσά, όπου είχε διοριστεί Πρόξενος της Ελλάδας το 1936. Ο ποιητής γυρίζοντας στην πατρίδα του βρίσκει το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) καλά εδραιωμένο και βιώνει με απογοήτευση, όχι μόνο το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί, αλλά και την τοποθέτησή του στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, την οποία ως κυβερνητικός υπάλληλος δεν μπορεί να αρνηθεί. Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για τη στρατιωτική κυβέρνηση κι αυτό του δημιουργεί δυσφορία και δυσκολία στο να αποδεχτεί το νέο του ρόλο.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η προσωπική απογοήτευση του ποιητή, καθώς και η απειλή του πολέμου που δεσπόζει στην Ευρώπη -το Μάρτη του 1938 η Γερμανία θα προσαρτήσει την Αυστρία- βρίσκουν την έκφρασή τους σ’ αυτό το εξαιρετικό ποίημα, όπου ο Σεφέρης εκφράζει όλη του την πικρή διάθεση και την αδυναμία του να συμβιβαστεί με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τόπο του. 

Αναλυτικότερα:

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

Το ποίημα δίνεται ως διάλογος ανάμεσα στον ξενιτεμένο που επιστρέφει και σ’ ένα φίλο του, που φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ξενιτεμένου. Ο ποιητής δημιουργεί εδώ δύο προσωπεία, δύο διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού του, για να παρουσιάσει εναργέστερα τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. Η επιθυμία του ξενιτεμένου να επιστρέψει στην πατρίδα του, στρέφεται περισσότερο προς την πατρίδα όπως τη γνώριζε προτού φύγει. Ο ξενιτεμένος προσδοκούσε να βρει τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε αφήσει, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί οι αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στην πατρίδα του όσο και στον ίδιο είναι πλέον ανέκκλητες.
Το ποίημα ξεκινά με τη διαπίστωση πως ο ξενιτεμένος στα χρόνια που απουσίαζε έχει διαμορφώσει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στα πλαίσια μιας άλλης χώρας, μακριά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην πατρίδα του. Επομένως, οι προσδοκίες του αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της χώρας του και δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από το φίλο του ξενιτεμένου, ο οποίος τον προειδοποιεί από την αρχή κιόλας πως ό,τι σχεδίαζε και σκεφτόταν όσο βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, βασίστηκε σε δεδομένα που δεν ισχύουν πια. Η κατάσταση στην πατρίδα έχει αλλάξει ριζικά.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

Ο ξενιτεμένος γυρίζοντας αναζητά τον παλιό του κήπο, το χώρο όπου μεγάλωσε, μα με έκπληξη διαπιστώνει πως όλα γύρω του είναι πολύ μικρότερα απ’ ό,τι τα θυμόταν. Ο ποιητής αξιοποιεί μια γενική διαπίστωση των ανθρώπων που επιστρέφουν σε τόπους που έχουν να δουν από παιδιά -τα πάντα φαίνονται μικρότερα- φτάνοντας όμως την αίσθηση αυτή στην υπερβολή της -τα δέντρα φτάνουν ως τη μέση του και οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια-, ώστε να δείξει παραστατικότερα το μέγεθος της απογοήτευσής του. Γυρίζοντας στην Ελλάδα βρίσκει τα πράγματα σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι θα επιθυμούσε ή θα περίμενε κι αυτό δημιουργεί στον ποιητή έντονα συναισθήματα απογοήτευσης και διάψευσης των προσδοκιών του. Όλα γύρω του μοιάζουν μικρότερα, όλα γύρω του αποπνέουν την αίσθηση παραίτησης και υποταγής που έχει κυριαρχήσει στη χώρα.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
Ο φίλος του ξενιτεμένου -η φωνή του συμβιβασμού- επιχειρεί να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του πως με τον καιρό θα συνηθίσει τη νέα κατάσταση και θα μπορέσει να προσαρμόσει τις προσδοκίες του στα νέα δεδομένα. Η προτροπή αυτή μας παραπέμπει σε μια στάση παραίτησης και αποδοχής των αρνητικών γεγονότων, εκφράζει τις αδύναμες πτυχές που έχουν όλοι οι άνθρωποι και φυσικά αποτελεί και τη συνήθη στάση των ανθρώπων απέναντι σε καταστάσεις που αδυνατούν να αλλάξουν.
Ο ξενιτεμένος έχοντας πάντοτε την επιθυμία του νόστου, την επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα του, δεν είχε λάβει υπόψη του τις αλλαγές που πιθανόν να είχαν συμβεί στα χρόνια της απουσίας του, γεγονός που σημαίνει πως τώρα που κατόρθωσε να επιστρέψει, θα πρέπει να συνηθίσει τις νέες συνθήκες και σταδιακά θα μπορέσει να βρει και πάλι στην πατρίδα του κάποια από τα στοιχεία που αγαπούσε τα χρόνια που ζούσε και μεγάλωνε εδώ.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

Ο ξενιτεμένος, παρά τις προτροπές και διαβεβαιώσεις του φίλου του, επαναφέρει το θέμα της αναζήτησης του πατρικού σπιτιού του. Η αδυναμία του ξενιτεμένου να αναγνωρίσει το χώρο γύρω του, η αδυναμία του να βρει μέρη και πρόσωπα του παρελθόντος, αποκαλύπτουν την ελλιπή πραγμάτωση του νόστου. Η πολυπόθητη επιστροφή στην πατρίδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη από τη στιγμή που ο ξενιτεμένος δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτε γύρω του, δεν μπορεί να αναγνωρίσει οτιδήποτε από το παρελθόν του και να αποδεχτεί τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην πατρίδα του.
Ο ξενιτεμένος αδυνατεί να βρει το πατρικό του σπίτι, κι αυτό που του υποδεικνύει ο φίλος του το αποκαλεί στάνη. Παράλληλα, συνειδητοποιεί πως όλα τα σπίτια και τα κτίσματα γύρω του είναι πλέον πολύ μικρά, σε σημείο που αδυνατεί να μπει σε αυτά χωρίς να σκύψει. Η αναφορά στη στάνη (χώρος όπου φυλάσσονται τα πρόβατα), σε συνδυασμό με την εικόνα των γονατιστών ανθρώπων, έρχεται να αποκαλύψει την αίσθηση του ποιητή πως όλοι γύρω του έχουν υποταχτεί, έχουν σκύψει το κεφάλι και έχουν αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Ο ποιητής θα προσδοκούσε να βρει του ανθρώπους έτοιμους να αντιταχθούν στη στέρηση της ελευθερίας που τους έχει επιβληθεί, θα περίμενε τους συμπολίτες του έτοιμους να αγωνιστούν, κι όχι υποταγμένους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

Κι όμως, τον διαβεβαιώνει ο φίλος του, αυτό που τώρα του μοιάζει με στάνη, αυτό είναι το σπίτι του, έστω κι αν τώρα δεν το αναγνωρίζει. Ίσως χρειαστεί λίγος χρόνος για να συνηθίσει, αλλά σύντομα θα έρθουν οι δικοί του να τον καλωσορίσουν και θα αισθανθεί και πάλι πως βρίσκεται σπίτι του.
Ο φίλος του ξενιτεμένου, επιμένει να τον παροτρύνει να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα, καθώς είτε το θέλει είτε όχι, πλέον η πατρίδα του είναι αυτή. Μια χώρα στην οποία οι άνθρωποι έχουν υποταχθεί και δεν τολμούν να σηκώσουν το κεφάλι τους, όμοια με πρόβατα που οδηγούνται στη σφαγή, όμοια με άβουλα πλάσματα που δέχονται κάθε περιορισμό και κάθε νέα διαταγή υποταγής που τους δίνεται.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

Από το σημείο αυτό, η επικοινωνία του ξενιτεμένου με τον φίλο του ματαιώνεται. Η διαλεκτική επαφή του ποιητή με τις σκέψεις παραίτησης και αποδοχής των νέων δεδομένων, δεν μπορεί να έχει συνέχεια. Ο ποιητής δεν μπορεί να ενδώσει στις διαθέσεις υποταγής και συμβιβασμού. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση που έχει επικρατήσει στη χώρα του και φυσικά δεν μπορεί να αποδεχτεί τη στάση των συμπολιτών του που μοιάζουν να έχουν συνηθίσει κάτι το τόσο αφύσικο, όπως είναι η δικτατορία.
Η φωνή του φίλου του όλο και λιγότερο ακούγεται, καθώς όλο και περισσότερο σκύβει το κεφάλι του, όλο και περισσότερο μικραίνει, σα να βυθίζεται στο χώμα, σα να χάνεται. Ο ξενιτεμένος δεν μπορεί πια να ακούει τις προτροπές του υποταγμένου φίλου του, δεν μπορεί πια να δέχεται τις παροτρύνσεις συμβιβασμού με την κοινωνία παρακμής που βρήκε επιστρέφοντας.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις 
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

Η ύστατη έκκληση του φίλου του ξενιτεμένου είναι μια υπενθύμιση πως το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στα νέα δεδομένα της πατρίδας, αλλά και στο γεγονός ότι κατά την απουσία του ο ξενιτεμένος, βρισκόμενος υπό την έντονη επίδραση της νοσταλγίας του, εξιδανίκευσε σε τέτοιο βαθμό την πατρίδα του, που πλέον δεν μπορεί να αποδεχτεί και να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα που αντικρίζει γύρω του. Όσο περισσότερο νοσταλγούσε ο ξενιτεμένος την πατρίδα του τόσο τη στόλιζε με αρετές και προτερήματα, δημιουργώντας μια ιδανική πολιτεία με νόμους τόσο τέλειους που δεν έχουν καμία αντιστοιχία με την πραγματικότητα.
Ο τελευταίος ενδοιασμός του ποιητή είναι μήπως ο ίδιος έχει πλάσει στο μυαλό του μια εικόνα ιδανική, μια πολιτεία άριστη και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποδεχτεί όσα συναντά γύρω του. Σύντομα, όμως, θα απορρίψει κι αυτή την τελευταία ένσταση, αρνούμενος να δεχτεί πως η προσδοκία του για μια ελεύθερη πολιτεία, χωρίς δικτάτορες και περιορισμούς, είναι απλώς ένα δημιούργημα της νοσταλγίας του.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Μετά την τελευταία προσπάθεια του να τον πείσει να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων ο φίλος του χάνεται, αφήνοντας τον ξενιτεμένο να βλέπει με απορία πως όλα γύρω του χαμηλώνουν, όλοι γύρω του υποτάσσονται, έρμαια μιας άλογης βίας. Κάθε τόσο περνούν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα, σχολιάζει ο ξενιτεμένος, διαπιστώνοντας την κυριαρχία μιας δύναμης που βασίζεται στη φονική βία για να κρατήσει τους πολίτες υποταγμένους.
Η αναφορά στα δρεπανηφόρα άρματα μπορεί βέβαια να γίνει αντιληπτή, όχι μόνο ως φονική ενέργεια, αλλά και ως θερισμός, ως αποψίλωση της αγωνιστικής διάθεσης και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν υποταχτεί άνευ όρων σε μία μη δημοκρατική κυβέρνηση.


Read more:http://latistor.blogspot.com/search/label/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82%20%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82%20%C2%AB%CE%9F%20%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85%C2%BB#ixzz2zv7BK4Ci

Βιτσέντζος Κορνάρος

J W Baker

Βιτσέντζος Κορνάρος

Εργοβιογραφικά


Ο Βιτσέντζος Κορνάρος, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο, γεννήθηκε το 1533 στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας και εγκαταστάθηκε το 1590 στον Χάνδακα ή Κάστρο (το σημερινό Ηράκλειο). Παντρεύτηκε τη Μαριέτα Τζεν (ή Ζένο) και απέκτησε δύο κόρες. Η οικογένειά του, όπως φαίνεται και από τα ονόματά τους, πρέπει να ήταν βενετικής καταγωγής, καθολικοί ελληνόφωνοι άρχοντες. Ο ίδιος υπήρξε μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών στον Χάνδακα και αξιωματούχος (Signor di notte, Provveditor alla Sanita κ.λπ.). Πέθανε το 1613 ή 1614 και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Έγραψε το θεατρικό έργο Η Θυσία του Αβραάμ (διασκευή του έργου Ισαάκ του Λουίτζι Γκρότο) που τυπώθηκε ανώνυμα το 1696-1697 (ένα χειρόγραφό του είναι χρονολογημένο το 1635), και ανάμεσα στα έτη 1600- 1610 το έμμετρο μυθιστόρημα Ερωτόκριτος, το οποίο, αφού κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα όλο τον 17ο αιώνα, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στη Βενετία (τυπογραφία Αντωνίου Βόρτολι). Ο Ερωτόκριτος αποτελείται από 10.052 δεκαπεντασύλλαβους ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους στίχους, γραμμένους σε πλούσια γλώσσα, και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του και στους Έλληνες ποιητές (Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Σεφέρη κ.ά.). Πρότυπό του θεωρήθηκε το πεζό Ρομάντσο του Παρίση και της Βιέννας του Pierre de la Cyprede (έργο γραμμένο στα γαλλικά το 1432 και μεταφρασμένο πολλές φορές στα ιταλικά, από όπου προφανώς το προσέγγισε ο Κορνάρος), το οποίο επί δύο αιώνες είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Πάντως η έλλειψη επαρκών βιογραφικών στοιχείων για τον ποιητή του Ερωτόκριτου ευθύνεται για μια φιλολογική διχογνωμία σχετικά με τη χρονολόγηση. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη, ο οποίος εξέδωσε το έργο το 1915, ο Βιτσέντζος Κορνάρος έζησε στο Ηράκλειο τον 17ο αιώνα και έγραψε το ποίημα ανάμεσα στα έτη 1626 και 1645, όταν άρχισε η πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους.

Η κριτική για το έργο του
«Η βασιλοπούλα Αρετούσα αγάπησε ένα από τα αρχοντόπουλα της αυλής του πατέρα της, τον Ερωτόκριτο. Η ανισότητα όμως της τάξης των δύο ερωτευμένων εμποδίζει τον γάμο τους και ο Ερωτόκριτος φεύγει εξόριστος. Ύστερα, χωρίς να φανερωθεί ποιος είναι, σώζει με την παλληκαριά του τη χώρα του από τους εχθρούς, ακολουθεί η αναγνώριση και ο γάμος των δύο ερωτευμένων. Ο μύθος στις γενικές γραμμές του καθώς και σε πολλά επεισόδια είναι δανεισμένος από ένα δυτικό έργο, Paris et Vienne. Ο Κορνάρος εγνώρισε πάντως το γαλλικό πρωτότυπο σε μια από τις πολλές ιταλικές του μεταφράσεις. επίσης φαίνεται να εγνώρισε και ιταλική διασκευή του από τον Orvietano. Εδώ όμως έχουμε όλα τα υλικά για να εξακριβώσουμε τι εσήμαινε για τον Έλληνα ποιητή η χρησιμοποίηση ενός ξένου έργου. [...] Από την άποψη της εκμετάλλευσης του θέματος, ο Κορνάρος ξεπερνάει το πεζολογικό πρότυπό του, μπάζοντας στις λεπτομέρειες μια θερμή λυρική πνοή, διανθίζοντάς τις με ποιητικές εικόνες και παρομοιώσεις. [...] Από την άποψη του λόγου, έχουμε μια θαυμαστά ώριμη ποιητική γλώσσα, πλούσια, πλαστική μαζί και μελωδική. Από την άποψη του στίχου έναν αψεγάδιαστα δουλεμένο δεκαπεντασύλλαβο, που παρακολουθεί με ίση επιτυχία την καμπύλη του ελληνικού λαϊκού στοχασμού και του ελληνικού λαϊκού στίχου. Η ρίμα, αν εξαιρέσουμε κάποιες συζητήσιμες περιπτώσεις, δεν στέκει κι αυτή χαμηλότερα. Μια υψηλή και ισόρροπη μαζί φαντασία βρίσκεται στην αφετηρία της ποίησης αυτής. Φαντασία δημιουργική σε ό,τι αγγίζει την μορφολογία και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ποιήματος, ισχυρά αναπλαστική σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο. Τι έμεινε από το αρχικό έργο; Ένα σχήμα. Από μια μυθιστορία της σειράς ο Έλληνας ποιητής έκανε ένα αριστούργημα.»

(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, 61975, σελ. 81-83)

«Η ιστορική τοποθέτηση της πλοκής, με τους χαρακτηριστικούς αναχρονισμούς της, έδωσε αφορμή στους φιλολόγους να σχολιάσουν δυσμενώς τη μόρφωση του ποιητή. Φαινόταν περίεργο το ότι στο έργο υπάρχουν συγχρόνως από τη μια μεριά η Αθήνα και το βασίλειο της Μακεδονίας, και από την άλλη το Βυζάντιο, οι Βλάχοι και οι Καραμανίτες. Φαινόταν περίεργο το ότι, ενώ η δράση τοποθετείται από τον ποιητή σαφώς στην αρχαιότητα, δεν μνημονεύονται θεοί ή πρόσωπα της εποχής αυτής. Παραξένευε ακόμη το ότι ο Κορνάρος μιλεί για μεσαιωνικά κονταροκτυπήματα στην εποχή των Ελλήνων, καθώς και το ότι αποσιωπά τους Τούρκους, τους Ρωμιούς και τους Βενετούς, ενώ αναφέρει τη Φραγκιά, τη λατινική Δύση. [...] Στην πραγματικότητα οι τολμηροί αναχρονισμοί του Κορνάρου έγιναν με τη θέλησή του και σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο που αποσκοπούσε στον απαρτισμό ενός ιδανικού ποιητικού κόσμου, συστηματικά υπερχρονικού, τοποθετημένου στην ελληνική Ανατολή. Ο κόσμος αυτός θα ήταν αντίστοιχος προς τον κόσμο των παραδόσεων της δυτικής Ευρώπης, που ο ποιητής τον είχε γνωρίσει κυρίως στο έργο του μεγάλου δασκάλου του, του Ιταλού επικού Ariosto. Για τον απαρτισμό του μυθικού αυτού περιβάλλοντος ο Κορνάρος επέλεξε και σύνθεσε πράγματα από διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Αρκετοί υπαινιγμοί στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας [...], η τοποθέτηση στα προ Χριστού χρόνια, τα αρχαία ή αρχαιοφανή ονόματα των προσώπων, η έξαρση της Αθήνας ως “θρόνου της αρετής και ποταμού της σοφίας”, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν ήταν απληροφόρητος για την αρχαιότητα ούτε απαλλαγμένος από την αρχαιολατρική τάση της εποχής του. Ο Κορνάρος πέτυχε όμως αριστοτεχνικά την αφομοίωση του λόγιου αυτού στοιχείου μέσα στο ζωντανό νεοελληνικό χαρακτήρα του έργου του.»

(Στ. Αλεξίου, Ερωτόκριτος, Ερμής, Αθήνα, 1985, σελ. κα΄-κβ΄)

«Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε στις ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει. Λέω αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται “κατ’ απαίτησιν του κοινού”. Είναι με κάποιον τρόπο “μπιζαρίσματα”. Στο κονταροχτύπημα λ.χ. παρουσιάζει δεκατέσσερεις αρχοντόπουλους που χτυπιούνται. Και το κονταροχτύπημα του καθενός με τον αντίπαλό του περιγράφεται πάντα με την ίδια φροντίδα της λεπτομέρειας. Αν οι αρχοντόπουλοι ήταν οι μισοί, δε θα πάθαινε τίποτε το ποίημα. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τους διαλόγους της Αρετούσας με τη νένα Φροσύνη. Το ίδιο και για άλλα. Όλα αυτά θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν. Τέτοιες κρίσεις είναι αυτονόητες για τον σημερινό αναγνώστη, που διαβάζει γρήγορα ένα βιβλίο κι ύστερα το πετά. Αλλά για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία. Και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη. Είναι η ίδια φύση με τη μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδυές, ίσως τις βραδυές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξανάπαιρναν από την αρχή. Στο τέλος το μάθαιναν απέξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους.
Ο ποιητής του Ερωτόκριτου ξέρει να αφηγηθεί και, όταν χρειάζεται, ξέρει να ξεδιπλώσει τη δύναμη του πάθους. Αλλά ο χαρακτήρας του είναι να μιλά “με γνώση και με τρόπο”. Δεν έχει συμπάθεια για τα “μεγάλα φτερουγίσματα”, όπως συνηθίσαμε να λέμε από την εποχή του ρομαντισμού: Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει, κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο, κάνει να κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω. (Α 887-90)
Όταν δε χρειάζεται να ξεσπάσει, προτιμά να βηματίζει, και ο βηματισμός του αυτός, όπως κάθε βηματισμός, είναι ένας τρόπος αλυσιδωτός, ο ένας κρίκος βαστιέται από τον άλλον και τον επαναλαμβάνει. Γι’ αυτό, φαντάζομαι, παρατηρούμε ένα είδος εμπειρισμό στην πρόοδο του ποιήματος. Δεν εννοώ με τούτο πως ο ποιητής γίνεται κάποτε πεζός. Υπάρχει ένας ποιητικός βηματισμός, ένας ίσος και χαμηλός τόνος που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρετσιτατίβο.»

(Γ. Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», Δοκιμές Α΄, Ίκαρος, 51984, σελ. 284-286)

«Στην Κρήτη έγινε κατά τη γνώμη μου ό,τι και σ’ άλλες λογοτεχνίες της Ευρώπης στα χρόνια της Αναγέννησης. Και οι Ισπανοί λογοτέχνες λ.χ. της εποχής αυτής, μολονότι δέχονταν κι αυτοί την επίδραση των κλασικών και της ιταλικής Αναγέννησης, κατάφεραν να μη διακόψουν τους δεσμούς των με τους προηγούμενους, τους μεσαιωνικούς αιώνες, και μπόρεσαν να διατηρήσουν έτσι, στα λογοτεχνικά τους έργα, και τα αισθήματα και τις ιδέες του δικού τους μεσαίωνα. [...] Η αναχώνευση των δανεισμένων από άλλα έργα στοιχείων γίνεται με τέτοιο τρόπο από τον Κορνάρο που ο Ερωτόκρι-τος ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά του να τοποθετείται στη γενική ατμόσφαιρα των υστεροβυζαντινών μυθιστορημάτων και των άλλων ποιητικών έργων της ίδιας περίπου εποχής.»

(Ε. Κριαράς, «Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της κρητικής λογοτεχνίας», Κρητικά Χρονικά, τ. 7, 1953, σελ. 298 κ.εξ.18)


Read more: http://latistor.blogspot.com/search/label/%CE%92%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%BF%CF%82%20%CE%9A%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%BF%CF%82#ixzz2zv6VKInX

Αντώνης Σαμαράκης «Το ποτάμι»

Monica and Michael Sweet 



… Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως είτανε: ποτάµι. Είτανε µπροστά του αυτό το ποτάµι και τον περίµενε. Κι’ αυτός, γυµνός στην όχθη, δεν έπεφτε µέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάµι µεταµορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, µελαχρινή, µε σφιχτοδεµένο κορµί. Γυµνή, ξαπλωµένη στο γρασίδι, τον περίµενε. Κι’ αυτός, γυµνός µπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της. Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια... Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Ερωτήσεις:

Α. Ο Αντώνης Σαμαράκης ανήκει στη γενιά των πεζογράφων που έζησαν τη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Κρίνοντας από το διήγημα «Το ποτάμι», τι πιστεύετε ότι έχει βιώσει ο συγγραφέας από τον πόλεμο αυτό;                                  
[μονάδες 15]

Μέσα από την εμπειρία του νεαρού φαντάρου και των συμπολεμιστών του, λαμβάνουμε μια γενική εικόνα της ταλαιπωρίας και της ψυχολογικής φθοράς των ανθρώπων εκείνων που βιώνουν έναν πόλεμο. Πρόκειται για μια απάνθρωπη κατάσταση συνεχούς φόβου, κατά την οποία οι πολεμιστές βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο και ως εκ τούτου δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε θα τους απομακρύνει απ’ το υπόλοιπο στράτευμα. Είναι αναγκασμένοι επομένως να στερηθούν και την παραμικρή «πολυτέλεια», όπως είναι το να κολυμπήσουν στα νερά ενός ποταμού ή να πλυθούν εν γένει∙ δεν μπορούν να παρεκκλίνουν απ’ την πορεία που σχεδιάζει η στρατιωτική τους ηγεσία, και οφείλουν πάντοτε να υπακούν στις διαταγές που τους δίνονται.
Στερημένοι από τις μικρές χαρές της ζωής, στερημένοι από τον έρωτα, γνωρίζουν μόνο το φόβο, την ανασφάλεια και τους επικίνδυνους τραυματισμούς ή και την απώλεια της ζωής κατά τις συγκρούσεις με τους εχθρούς. Παραμένουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σ’ ένα ψυχοφθόρο καθεστώς ανελευθερίας, το οποίο επιδρά καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή τους. Μη γνωρίζοντας αν και πότε θα επανέλθουν στην πρότερη ειρηνική διαβίωσή τους, χάνουν σταδιακά τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά τους και γίνονται σκληρότεροι, κάποτε μάλιστα και αδίστακτοι, προκειμένου να διαφυλάξουν τη ζωή τους.

Β1. Πώς θα ερμηνεύατε το όνειρο του φαντάρου; Πιστεύετε ότι λειτουργεί και σαν πειρασμός;                                                                                                   
[μονάδες 20]

Το όνειρο του νεαρού στρατιώτη συνιστά έναν εφιάλτη, όπως το προσδιορίζει ο αφηγητής. Αρχικά βλέπει το ποτάμι, όπως είναι, κι ενώ θέλει πραγματικά να βουτήξει σε αυτό δεν μπορεί, σα να τον κρατά ένα αόρατο χέρι. Στη συνέχεια, ωστόσο, η ένταση της επιθυμίας επιτείνεται καθώς το ποτάμι μεταμορφώνεται σε μια όμορφη, μελαχρινή γυναίκα, η οποία βρίσκεται γυμνή στο γρασίδι και τον προσμένει. Εντούτοις ο νεαρός φαντάρος, δεν ανταποκρίνεται στο σαγηνευτικό κάλεσμα της γυμνής γυναίκας, παρόλο που στέκει γυμνός απέναντί της και ποθεί να βρεθεί μαζί της.
Το όνειρο αυτό έχει διττή λειτουργία υπό την έννοια πως σε πρώτο επίπεδο εκφράζει την επίγνωση του φαντάρου πως το να πέσει στο ποτάμι αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για τη ζωή του, ενώ σε δεύτερο επίπεδο φανερώνει το βαθμό της επιθυμίας του. Έτσι, ενώ λίγο προτού κοιμηθεί έχει αποφασίσει πως την επόμενη μέρα θα πάει στο ποτάμι, αδιαφορώντας για ό,τι συμβεί, στον ύπνο του αδυνατεί να μπει σε αυτό, μιας και, ασύνειδα έστω, γνωρίζει και αντιλαμβάνεται πως η επιθυμία του αυτή προφανώς θα του στοιχίσει τη ζωή του. Το όνειρο, επομένως, αποκαλύπτει πως η εν θερμώ απόφαση να αδιαφορήσει για τη διαταγή της Μεραρχίας, δεν είναι απαλλαγμένη από το φόβο, αλλά και από τη γνώση του κινδύνου που ελλοχεύει.
Συνάμα, το όνειρο παρουσιάζει την ένταση της επιθυμίας του νεαρού, εφόσον στη σκέψη του η ανάγκη να πέσει στο ποτάμι είναι ισοδύναμη με μιαν άλλη απόλαυση που έχει στερηθεί, με την ερωτική απόλαυση της γυναίκας. Υπ’ αυτό το πρίσμα το όνειρο ενέχει και το στοιχείο του πειρασμού, καθώς ο νεαρός αντικρίζει το ποτάμι ως κάτι το εξόχως επιθυμητό, ως κάτι το ανυπέρβλητα ελκυστικό. Η μορφή της μελαχρινής γυναίκας, με το σφιχτοδεμένο κορμί, αποτελεί ένα ισχυρό ερωτικό κάλεσμα, που δείχνει με πλήρη σαφήνεια πόσο θέλει και επιθυμεί ο φαντάρος να κολυμπήσει στα νερά του ποταμού.

Β2. Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι ο φαντάρος παραβαίνει τη διαταγή της Μεραρχίας; Γίνεται αυτό συνειδητά;                                                          
[μονάδες 20]

Στα δυόμισι χρόνια που διαρκεί ήδη ο πόλεμος ο φαντάρος έχει στερηθεί μαζί με τους συμπολεμιστές του κάθε πιθανή χαρά, όσο μικρή κι αν λογίζεται αυτή στην καθημερινότητα μιας ειρηνικής διαβίωσης. Δεν έχει τη δυνατότητα να πλυθεί, δεν έχει την ευκαιρία να ζήσει ούτε μια στιγμή χωρίς το φόβο και το αίσθημα πανικού με το οποίο περιβάλλει τα πάντα ο πόλεμος. Βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση καταπίεσης, και στη δική του σκέψη δε μοιάζει να υπάρχει το ενδεχόμενο μιας άμεσης ή έστω σύντομης επιστροφής στον πρότερο ειρηνικό βίο. Αισθάνεται, επομένως, παγιδευμένος σ’ αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η εμπλοκή τους στον πόλεμο.
Είναι μόλις 23 ετών κι έχει ήδη σημαδευτεί ψυχικά και σωματικά απ’ την αδυσώπητη επενέργεια της συμμετοχής στη φρικτή πράξη του πολέμου. Άρα, η επιθυμία του νεαρού να κολυμπήσει στο ποτάμι δεν είναι απλώς η επιθυμία να πλυθεί (αυτά τα δυόμιση χρόνια του είχε φάει η βρώμα), ή η επιθυμία να γευτεί μια απλή χαρά, είναι πολύ περισσότερο μια κραυγή απόγνωσης μπροστά στην απελπισία που τον έχει φέρει ο πόλεμος. Είναι ένα ξέσπασμα της εσωτερικής του ανάγκης για ελευθερία∙ είναι ένα ξέσπασμα της νιότης του που επιθυμεί και απαιτεί να ζήσει μακριά απ’ τα δεσμά του πολέμου.
Η διαταγή της Μεραρχίας παρόλο που δίνεται με σαφή πρόθεση να προφυλάξει τους στρατιώτες από τη δεδομένη θανάτωσή τους απ’ τον εχθρό, στη σκέψη του νεαρού φαντάζει ως ένα ακόμη στοιχείο καταπίεσης και ανελευθερίας. Η διαταγή συμβολίζει όλη την καταπίεση που άθελά του βιώνει συμμετέχοντας σ’ αυτόν τον πόλεμο. Νιώθει πως επιχειρούν να του στερήσουν τη μοναδική ευκαιρία να αισθανθεί και πάλι, έστω για λίγο, ελεύθερος και ξέγνοιαστος. Για εκείνον, λοιπόν, η παραβίαση της διαταγής είναι ένας τρόπος να αντιταχθεί σ’ όλον εκείνο τον ασφυκτικό κλοιό του πολέμου και την παραβιάζει σε μεγάλο βαθμό συνειδητά. Ο ίδιος σχολιάζει πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να προλάβει να βουτήξει στα νερά του ποταμού και τα παρακάτω δεν τον ενδιέφεραν.
Γνωρίζει, επομένως, ο νεαρός πως με την παραβίαση της διαταγής θέτει τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο, τον οποίο και επιλέγει να αψηφήσει. Ωστόσο, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας την ιδιάζουσα ψυχολογική του κατάσταση και το σημείο απόγνωσης στο οποίο είχε περιέλθει μετά από τόσο καιρό στερήσεων και φόβου. Κι είναι αυτό το αίσθημα απόγνωσης που υπονομεύει την κρίση του νεαρού και καθιστά την απόφασή του περισσότερο ένα τόλμημα υπό πίεση, παρά μια λογικά παρμένη απόφαση. Έτσι, ο νεαρός φαντάρος δεν επιλέγει συνειδητά να βαδίσει προς το θάνατό του, επιλέγει κυρίως να διεκδικήσει το ανθρώπινο δικαίωμα στην ελευθερία.

Γ. Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δύο γυμνοί. Δύο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από Εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους».
[μονάδες 25]

Η στιγμή που οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες στέκουν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο αποτελεί την κορύφωση αυτού του διηγήματος, καθώς το αντιπολεμικό μήνυμά του δίνεται με τον πλέον εναργή τρόπο. Οι δύο στρατιώτες απαλλαγμένοι από τις στολές τους, εμφανίζονται συνάμα απαλλαγμένοι κι από την εθνικότητά τους, κι είναι πλέον δύο απλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους. Δύο νέοι άνθρωποι που θέλουν απλώς να κολυμπήσουν στο ποτάμι και να χαρούν λίγες στιγμές απόλαυσης και ελευθερίας.  Δύο νέοι άνθρωποι γυμνοί, με την ίδια αξία, με παρόμοια όνειρα κι ελπίδες. Ο νεαρός στρατιώτης δεν αποφασίζει, λοιπόν, να σκοτώσει τον εχθρό του, καθώς απέναντί του δε βλέπει παρά έναν ακόμη άνθρωπο, όπως ακριβώς είναι κι αυτός∙ δε βλέπει έναν εχθρό, έναν μισητό αντίπαλο, αλλά έναν ακόμη συνάνθρωπό του.
Η ανθρωπιά του νεαρού στρατιώτη, ανθρωπιά που θα αποβεί μοιραία για τον ίδιο, τον οδηγεί να αναλογιστεί το προφανές. Απέναντί του βρίσκεται ένας άνθρωπος, που έχει κάθε δικαίωμα στη ζωή, ένας άνθρωπος που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ τον ίδιο (στοιχείο που ενισχύεται και τονίζεται απ’ τη γύμνια των δύο στρατιωτών). Πώς, επομένως, να τραβήξει τη σκανδάλη; Πώς να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του, ιδίως τη στιγμή που είναι τόσο ευάλωτος;

Με το ευφυές τέχνασμα της γύμνιας των δύο αντιπάλων ο συγγραφέας θέτει το θέμα του πολέμου στην ουσία του. Οι άνθρωποι είναι το δίχως άλλο ίδιοι και ίσοι μεταξύ τους, γιατί επομένως να δημιουργούν και να θέτουν διαχωριστικά σύνορα ανάμεσά τους, γιατί να αλληλοσκοτώνονται απ’ τη στιγμή που όλοι επιθυμούν τις ίδιες απλές απολαύσεις απ’ τη ζωή τους. Γιατί να μην επιλέγεται η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών και η αρμονική συνύπαρξη, αντί του ολέθριου και κατά βάση μάταιου πολέμου. 


Δ. Αφού διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Καραγιάννη «Ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922)» να εντοπίσετε τη διαφορά στη συμπεριφορά του δεκανέα της ιστορίας σε σχέση με αυτή του φαντάρου στο διήγημα «Το ποτάμι» του Αντώνη Σαμαράκη και να αιτιολογήσετε συνοπτικά τη στάση τους.  [μονάδες 20]

«Φτάσαμε εντέλει στο χωριό και είδαμε τη φάλαγγα του εχθρού να πέφτει στο ποτάμι για να περάσει απέναντι και να επιβιβαστεί στα τραίνα που την περίμεναν εκεί και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Και εκεί όπου είχαμε σταματήσει, πέρασε ένας δεκανέας του ιππικού, που, κατά τύχη, βρήκε ένα λαβωμένο Τούρκο. Σαν τον είδε χάμω, προσπαθούσε και επέμενε να πατήσει με το άλογό του τον κατάκοιτο τραυματία. Ο ίππος του όμως δεν πατούσε πάνω στον άνθρωπο, αλλά πηδούσε δίχως να τον πατάει. Αφού λοιπόν είδε ο δεκανέας πως ο ίππος του σεβόταν τον άνθρωπο, ξεσπάθωσε και άρχισε να δίνει αλύπητα χτυπήματα. Τον πρόσεξε ο λοχαγός μας και τον παρατήρησε: “Τι κάνεις εκεί, δεκανέα; Σκοτώνεις τον σκοτωμένο. Φύγε αμέσως, αυτός ο άνθρωπος είναι τραυματίας σε ώρα μάχης”. Ο δεκανέας δεν έδωσε σημασία στο λοχαγό παρά συνέχισε το έργο του. Και όταν πρόσεξε πως ο λοχαγός είχε θυμώσει και είχε βγάλει το πιστόλι του, κάρφωσε τη σπάθα του στο λαιμό του τραυματία και με μια σπιρουνιά στον ίππο του χάθηκε καλπάζοντας. Και ακουγόταν η φωνή του: “Θα μου κλάσεις τα αρχίδια, κυρ λοχαγέ, βάλε το πιστόλι στον κώλο σου”. Τέτοια γίνονται.»

Στο διήγημα «Το ποτάμι» του Αντώνη Σαμαράκη ο νεαρός φαντάρος, παρόλο που έχει την ευκαιρία να πυροβολήσει και να σκοτώσει τον αντίπαλο στρατιώτη, μιας κι έχει κατορθώσει πρώτος να ανακτήσει το όπλο του, δεν το κάνει. Ο νεαρός φαντάρος, αντικρίζοντας απέναντί του γυμνό τον αντίπαλό του, συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του πολέμου, την απόλυτη σκληρότητα και το αφύσικο του να δολοφονείς έναν συνάνθρωπό σου, μόνο και μόνο γιατί ανήκει σε διαφορετικό έθνος. Αντιλαμβάνεται πως όσα τους ενώνουν, αυτούς τους δυο γυμνούς ανθρώπους, είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα ενδεχομένως τους χωρίζουν. Η στάση του νεαρού φαντάρου είναι γεμάτη ανθρωπιά, κατανόηση και συμπόνια για τον τραγικά εκτεθειμένο εχθρό του.
Στον αντίποδα αυτής της ευγενούς στάσης βρίσκεται η συμπεριφορά του δεκανέα από την Ιστορία ενός στρατιώτη, του Χρήστου Καραγιάννη. Ο δεκανέας, ο οποίος συμμετέχει στους επιθετικούς πολέμους της μικρασιατικής εκστρατείας και δεν βρίσκεται αμυνόμενος απέναντι στους Τούρκους, επιδεικνύει μια απάνθρωπη αγριότητα επιχειρώντας να σκοτώσει έναν ήδη τραυματισμένο αντίπαλό του, πατώντας τον με το άλογό του. Κι ενώ το άλογο αποφεύγει να πατήσει τον κατάκοιτο άνθρωπο, ο δεκανέας αντί να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, έβγαλε το σπαθί του κι άρχισε να τον χτυπά δίχως έλεος. Μόλις, μάλιστα, έγινε αντιληπτός από έναν παριστάμενο λοχαγό, ο οποίος και ορθώς του ζήτησε να σεβαστεί τον τραυματία, ο δεκανέας συνέχισε απτόητος το βέβηλο έργο του. Μόνο όταν κατάλαβε πως ο λοχαγός είχε εκνευριστεί κι είχε βγάλει το πιστόλι του αποφάσισε να φύγει, αφού όμως πρώτα κάρφωσε το σπαθί του στο λαιμό του τραυματία.
Οι απαράδεκτες πράξεις του Έλληνα δεκανέα προδίδουν εκδικητικότητα, μίσος και φυσικά τη διάθεση να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αντιπάλου του, ώστε να ξεσπάσει πάνω του την προφανή οργή που έχει μέσα του. Ο δεκανέας δε δείχνει κανένα σεβασμό απέναντι στον εχθρό του, δεν του αναγνωρίζει την ανθρώπινη υπόστασή του, τον βλέπει απλώς ως έναν μισητό αντίπαλο, τον οποίο και οφείλει να εκμηδενίσει. Η έλλειψη ανθρωπιάς που χαρακτηρίζει το δεκανέα, συνοδεύεται άλλωστε κι από έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας. Ο υβριστικός τρόπος με τον οποίο μιλά στον στρατιωτικά ανώτερό του λοχαγό, υποδηλώνει ακριβώς το χαμηλό του επίπεδο.
Ακόμη κι αν δεχτούμε πως ο δεκανέας μισεί τους Τούρκους για την πολύχρονη καταπίεση των Ελλήνων, δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την αγριότητά του απέναντι σ’ έναν ήδη ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Σε αυτό μας κατευθύνει κι η συνετή στάση του λοχαγού, ο οποίος τον καλεί να σεβαστεί τον άνθρωπο που τραυματίστηκε σε ώρα μάχης.

Ο έλεγχος, ωστόσο, της συμπεριφοράς του δεκανέα με ηθικά κριτήρια διαμορφωμένα εκ του ασφαλούς και σε περίοδο ειρήνης, δε λαμβάνει υπόψη τη σκληρότητα της πραγματικότητας που αντιμετωπίζει ο πολεμιστής αυτός. Η στάση του είναι γέννημα ενός αδυσώπητου αγώνα, κατά τον οποίο οι ευαισθησίες έχουν εξαλειφθεί, όχι αναγκαία λόγω ελλιπούς πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας, αλλά, το δίχως άλλο, ως βασική προϋπόθεση επιβίωσης. Ο δεκανέας -όπως και χιλιάδες συμπολεμιστές του- έχει δεχτεί την καταλυτική επίδραση εμπειριών τέτοιας έντασης, ώστε οι τρόποι σκέψης και δράσης του να είναι ανοίκειοι σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν βιώσει το απόλυτο ξεθεμελίωμα οποιουδήποτε αισθήματος ασφάλειας που συντελείται σ’ ένα πεδίο μάχης. 
Ο Δεκανέας του ιππικού, εκ των πραγμάτων ανήκων σε μάχιμο τμήμα του ελληνικού στρατού, με δράση στην πρώτη γραμμή, έχει απελευθερωθεί πλήρως από σύνδρομα υποταγής και ιεραρχίας που αρμόζουν μόνο σε φοβισμένους χωριάτες. Είναι ο Αχιλλέας που λίγο πιο πάνω υπερφαλάγγισε και κατακρεούργησε τον Έκτορα και απείλησε τον Πρίαμο, όταν εκείνος ξέχασε πως είναι αυτός που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και πως είναι αυτός που ζητάει χάρη∙ είναι η τροφός του Άρη που καταβροχθίζει και καταστρέφει∙ είναι ο πολεμιστής του 1821 που σφάζει αβέρτα τους Τούρκους στην Τρίπολη∙ είναι ο Σουλιώτης πολεμιστής που μετά τη μάχη ποδοπατεί τους νικημένους εχθρούς του, σκίζει τις σημαίες τους, βλαστημάει τις ψυχές των νεκρών τους, τους περιφρονεί και δεν τους θάβει... Αυτά γίνονται, όπως σχολιάζει και ο συγγραφέας κυνικά αλλά αληθινά, αυτά γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται σε κάθε πόλεμο, θα προσθέταμε εμείς, επαναλαμβάνοντας το προφανές.
Ο λοχαγός, από την άλλη, αρκείται σε παρατηρήσεις φιλολογικού ενδιαφέροντος ανίκανος να επιβληθεί στον στρατιώτη, και πιθανόν να μην είναι το ανθρώπινο ενδιαφέρον του που καθορίζει τη στάση του, αλλά η ξεφτισμένη ιπποτική αντίληψη της Δυτικής Ευρώπης που διέπει την δυτικόστροφη εκπαίδευσή του (ασχέτως αν οι ίδιοι λαοί της Δύσης είναι υπεύθυνοι για γενοκτονίες σε αποικίες, για δύο παγκόσμιους πολέμους κτλ).  Επίσης είναι ο φόβος του, μην υποστεί τα ίδια, μιας και βλέπει ότι το κακό της υποχώρησης του ελληνικού μετώπου έρχεται.


Read more:http://latistor.blogspot.com/search/label/%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82%20%CE%A3%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82%20%C2%AB%CE%A4%CE%BF%20%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%BC%CE%B9%C2%BB#ixzz2zv64sKbd