Σαν σήμερα, πριν από 86 ακριβώς χρόνια, στις 13 Απριλίου του 1926, ένα συννεφιασμένο ανοιξιάτικο πρωινό, γεννήθηκε η Έλλη Λαμπέτη…
«Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό – η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα 1926, δηλαδή την ίδια ακριβώς χρονιά που θα γεννιόταν η Μαίριλυν Μονρόε, στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός στην αρχή του βιβλίου του «Έλλη Λαμπέτη. Βιογραφία» (Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006).
Και συνεχίζει: «Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως και ο θάνατός της. Για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Πρώτα είχε βγει ο Τάκης, ο δίδυμος αδερφός της. Ένα υγιέστατο μωρό που ζύγιζε τέσσερα κιλά, θα έγραφε η ίδια η Έλλη σ’ ένα ιδιόχειρο σημείωμά της, λίγες μέρες πριν πεθάνει, στο “Όρος Σινά” της Νέας Υόρκης. Και μετά από μιάν ώρα βγήκα εγώ. Ένα λυμφατικό πιθηκάκι! Το λυμφατικό πιθηκάκι φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει, σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια. Σχεδόν δεν ανέπνεε.
“Θα πεθάνει”, ψιθύρισε η νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα στο γιατρό…
Η μητέρα της Έλλης, η Αναστασία Λούκου, η Τάσα, όπως την έλεγαν στα Βίλλια, κοίταζε τον γιατρό με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο απ’ το μαξιλάρι. Είχε ακούσει το κλάμα του ενός απ’ τα μωρά της, πριν από μια ώρα, αλλά το άλλο, το λυμφατικό πιθηκάκι, δεν είχε ακόμα ανοίξει το στόμα του.
“Θα ζήσει”, της χαμογέλασε ο γιατρός.
Άρπαξε το μωρό και το βούτηξε στη λεκάνη με το χλιαρό νερό – ύστερα στη λεκάνη με το κρύο. Και μετά πάλι στη λεκάνη με το χλιαρό. Αυτό έγινε τουλάχιστον πέντ’ έξι φορές, ώσπου η Έλλη Λαμπέτη αποφάσισε, εκείνο το πρωί, στις 13 Απριλίου του 1926, να κλάψει για πρώτη φορά στη ζωή της…
Ο Κώστας Λούκος, ο πατέρας της Έλλης, περίμενε ιδρωμένος έξω απ’ το χειρουργείο. Ήξερε πως είχε κιόλας έναν γιό, αλλά δεν ήξερε τη μοίρα του άλλου παιδιού του, που πάλευε άγρια για μια ολόκληρη ώρα ανάμεσα στη ζωή και στην ανυπαρξία. Είδε τον γιατρό να τον πλησιάζει, ιδρωμένος όσο κι εκείνος.
“Κόρη!” του είπε γελαστά.
Ήταν η πέμπτη κόρη του μετά την πρώτη, τη Φωτεινή, που ήταν κιόλας έντεκα χρονώ, την Κούλα, την Ειρήνη και την Αντιγόνη. Εφτά παιδιά, αν υπολόγιζε και τον άλλο γιό του, τον Τάσο.
Σε μια χώρα που μαστιζόταν από υπογεννητικότητα, ο Κώστας Λούκος, ένας απλός ταβερνιάρης απ’ τα Βίλλια που θα γινόταν αργότερα ξυλέμπορος στην Αθήνα, είχε καταθέσει γενναιόδωρα εφτά οβολούς. Κι ανάμεσά τους το μεγάλο τάλαντο…».
Το σπίτι της οικογένειας Λούκου στα Βίλλια – το «αρχοντικό», όπως το αποκαλούσαν οι γείτονες – ήταν ένα απλό, διώροφο σπίτι με άνετα δωμάτια κι έναν μεγάλο κήπο, που γύρω στα 1980 (τρία δηλαδή χρόνια πριν από τον θάνατο της Έλλης) είχε πια αποκτήσει στη σκέψη της τη μαγεία ενός πίνακα του Ρενουάρ… «Ήταν πάντα ανθισμένος – από παντού ξεφύτρωναν τριαντάφυλλα. Και το γρασίδι του ήταν πράσινο χειμώνα καλοκαίρι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά του» έλεγε με συγκίνηση…
Το 1928, όταν η Έλλη ήταν μόλις δύο ετών, η οικογένεια βρέθηκε στην Αθήνα, επειδή η ταβέρνα στα Βίλλια δεν πήγαινε καλά και – επιπλέον – επειδή επιθυμία της μητέρας ήταν να σπουδάσουν στην πρωτεύουσα όλα τα παιδιά της. Έτσι, την άνοιξη του 1928 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό σπίτι με δυό δωμάτια, στην οδό Μιχαήλ Βόδα 139. Όμως, τα Βίλλια θα έμεναν πάντα στη ζωή τους, αφού κάθε καλοκαίρι δραπέτευαν από την Αθήνα, για να βρεθούν εκεί, στον χαμένο παράδεισό τους… «Στα Βίλλια έμαθα ν’ αγαπάω την ομορφιά» έλεγε με νοσταλγία η Έλλη, μετά από χρόνια…
Η Φωτεινή, η μεγαλύτερη αδερφή, λάτρευε τη μουσική. «Όταν άκουγε Σοπέν στο πιάνο, δάκρυζε» θυμόταν με συγκίνηση η Έλλη. Η Κούλα έγραφε στίχους στο περιθώριο των σχολικών βιβλίων της. Η Ειρήνη, παθιασμένη με τη ζωγραφική, ζωγράφιζε στον φλοιό απ’ τους κορμούς των δέντρων. Η Αντιγόνη ονειρευόταν να γίνει δασκάλα. Όσο για τον Τάκη, τον δίδυμο αδερφό της Έλλης, ήταν ποιητής, χωρίς να γράφει ποιήματα· «είχε την ποίηση μέσα του, σε ό,τι έκανε, από παιδί» είπε κάποτε η Έλλη… «Είχα πάει στο Πόρτο Γερμενό ν’ ακούσω ένα αηδόνι… Το άκουγα όλη τη νύχτα. Ήταν σαν να έζησα όλη μου τη ζωή. Μου φαίνεται πως δεν μου μένει να ζήσω πια τίποτ’ άλλο» είχε πει κάποτε ο Τάκης, όταν ήταν εφτά μονάχα ετών, στη μητέρα του. Ο θάνατός του από φυματίωση, το 1941, τους πρώτους μήνες της Κατοχής, σε ηλικία μόλις 15 ετών, βύθισε την οικογένεια Λούκου στο πένθος· ιδιαίτερα το δίδυμο αντίγραφό του, τη λατρεμένη του Έλλη…
Το επόμενο σπίτι της οικογένειας Λούκου ήταν στην οδό Αχιλλέως, όπου έμειναν μέχρι το 1938, και μετά μετακόμισαν στην οδό Ασκληπιού. Το 1938 η Έλλη μπήκε στο Γυμνάσιο. «…Μισούσε τ’ αρχαία ελληνικά, με τον ίδιο ίσως τρόπο που θα μισούσε και τον Δημήτρη Χορν, όταν θα έπαιζε, μετά από χρόνια, για πρώτη φορά μαζί του, στο Εθνικό Θέατρο. Και στις δύο περιπτώσεις το κλειδί του μυστηρίου ίσως να ’ταν το ίδιο – στην επόμενη φάση παραμόνευε το μεγάλο πάθος…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός.
Το 1941 ένας θείος της Έλλης, ο Τάκης Σταμάτης, πρότεινε στην δεκαπεντάχρονη τότε ανιψιά του την αλλαγή του ονόματός της από Λούκου σε Λαμπέτη. Σημειωτέον ότι «Λαμπέτη» έλεγαν έναν από τους ήρωες του «Αστραπόγιαννου» του Βαλαωρίτη. Η Έλλη είχε αρνηθεί πεισματικά: «Θα ’ναι σαν να κλέβω τον Βαλαωρίτη!».Όμως, ο θείος επέμεινε: «Δεν κλέβεις κανέναν. Απλώς το “Λαμπέτη” είναι πιο θεατρικό απ’ το “Λούκου”. Το βλέπεις και μόνη σου!».
Εκείνη τη χρονιά, η καριέρα της νεαρής Έλλης ξεκίνησε με δύο παταγώδεις αποτυχίες. Η πρώτη ήταν στις 25 Σεπτεμβρίου, όταν την απέρριψαν παμψηφεί στη δραματική σχολή του Εθνικού. Η δεύτερη απόρριψή της έγινε στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου είχε πάει με τη μαθητική της τσάντα στο χέρι, έχοντας κάνει σκασιαρχείο από το Πέμπτο Γυμνάσιο όπου φοιτούσε. Απήγγειλε τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη. «Δεν τα λέει!» ήταν η λακωνική ετυμηγορία της επιτροπής, μέλος της οποίας ήταν και ο νεαρός ζεν πρεμιέ της εποχής, ο Δημήτρης Χορν. Όμως, ο Σπύρος Μελάς, φίλος του θείου της Έλλης, έπεισε την Κοτοπούλη να αναστείλει την «καταδίκη» της μικρής Έλλης με το επιχείρημα: «Τί διάβολο! Δεν χάθηκε ο κόσμος με μια κομπάρσα παραπάνω». Η Έλλη, επιστρέφοντας στην οδό Ασκληπιού, ανακοίνωσε: «Η Κοτοπούλη με πήρε στη σχολή της!... Θα γίνω ηθοποιός». Έτσι, εκείνο τον δύσκολο χειμώνα του ’41, η Έλλη μοιραζόταν τη μέρα της ανάμεσα στο Πέμπτο Γυμνάσιο και στα μαθήματα της Κοτοπούλη. Η απαγγελία των πρώτων στίχων της «Αντιγόνης» από την μικρή Έλλη καθήλωσε την μεγάλη θεατρίνα… «Μπράβο, πουλάκι μου!»…
Το 1942, έναν χρόνο μετά την απόρριψή της από την Κοτοπούλη, η Έλλη Λαμπέτη πήρε από την ίδια, τη μεγάλη θεατρίνα, το χρίσμα της πρωταγωνίστριας στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν.
Την άνοιξη του 1943, λίγους μήνες μετά το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στο Θέατρο, η Έλλη γνώρισε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς τον Θ. Σ., έναν πλούσιο Έλληνα που ζούσε ως το 1940 στο Παρίσι, παντρεμένο με μια Γαλλίδα, και που αποκλείστηκε με τον πόλεμο στην Ελλάδα. «Μου τον σύστησε ο αδερφός μου ο Τάσος…»θα πει η ίδια. Και ο Φρέντυ Γερμανός γράφει: «… Η Έλλη… νιώθει με το πρώτο βλέμμα μια ηλεκτρική εκκένωση. “Ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ’ταν κάτι σαν μάγος”, θα πει ύστερα από χρόνια ο Μιχάλης Κακογιάννης, ένας από τους ελάχιστους γνώστες αυτής της ιστορίας. Ο μάγος γοητεύει την Έλλη με τον ίδιο τρόπο που ο βόας υπνωτίζει το θήραμά του κι ύστερα το καταπίνει… Ο βόας θα καταπιεί την Έλλη και θα την κρατήσει μέσα στον πεπτικό του σωλήνα για ενάμιση τουλάχιστον χρόνο. Είναι ο μόνος τρόπος να εξηγηθεί αυτή η απότομη έκλειψη του λαμπερού άστρου την ώρα που ξεκινάει την πτήση του στο θεατρικό στερέωμα του 1943… Η Αθήνα περιμένει την αστραπή, αλλά… έρχεται η εξαφάνιση… Τις πρώτες μέρες η Κοτοπούλη δεν δίνει σημασία – ύστερα κυριεύεται από πανικό. “Πού είναι η Λαμπέτη;” φωνάζει άγρια. “Φέρτε μού την απ’ το σπίτι της!”. Με το ερωτικό της ένστικτο μαντεύει ότι μόνο κάτι πολύ δυνατό και πολύ μεγάλο μπορεί να κρατήσει μιά θεατρίνα σαν την Έλλη μακριά απ’ το σανίδι. Ούτε όμως στο σπίτι ξέρουν – η Λαμπέτη έχει χαθεί από παντού. “Όταν εγώ ερωτεύομαι, το θερμόμετρο χτυπάει τους σαράντα δύο βαθμούς”. Μόνο που αυτή τη φορά χάνεται και το θερμόμετρο! Η πίεση του υδράργυρου σπάει τον γυάλινο σωλήνα, σκορπάει στο χάος θεατρικά όνειρα και κάνει άνω κάτω την οδό Ασκληπιού. Το θηρίο ξύπνησε. Θα ξαναγυρίσει βέβαια στο σπίτι της και κάποια στιγμή θα συστήσει τον Θ. Σ. στους δικούς της. Θα τον πάει ακόμα και στα Βίλλια – τώρα που γεννήθηκε το μεγάλο πάθος, δεν λογαριάζει τίποτε. “Ήμουν ένα παιδί και μέσα σε λίγες μέρες έγινα γυναίκα”… Δεν μπορεί όμως, ακόμα και τώρα που είναι γυναίκα, να πείσει τους δικούς της ότι ο άντρας αυτός θα την κάνει ευτυχισμένη. Η οδός Ασκληπιού έχει παγώσει…».
Ο Θ. Σ. προσπάθησε να «ξεριζώσει» την Έλλη από το θεατρικό σανίδι, προτείνοντάς της να γίνει ζωγράφος. Προσπάθησε να την μυήσει στον Μπετόβεν, της διάβαζε Νίτσε, της απήγγελλε Ταγκόρ, που ήταν ο αγαπημένος του ποιητής (Η νεραϊδένια κυρά / των Ονείρων / έρχεται σε σένα πετώντας / απ’ το Μισόφωτο Ουρανό…). Στο τέλος του 1943, τύπωσε την πρώτη (και μάλλον τελευταία) ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ατέρμων πορεία προς τον ήλιο». Ο Θ. Σ. έμεινε ως το τέλος ένας άλυτος γρίφος, που ούτε και η ίδια η Λαμπέτη μπόρεσε να λύσει ποτέ. «Μου χάρισε τον Παράδεισο – αυτό έχει σημασία!» είπε μετά από σαράντα χρόνια, λίγο πριν τον θάνατό της… «Ήταν μια παθιασμένη ιστορία. Ζούσαν στον δικό τους κόσμο, έκαναν έρωτα στα χωράφια, δεν λογάριαζαν τίποτε. Η Έλλη ήταν ένα πολύ ερωτικό πλάσμα – όταν τα διηγόταν όλα αυτά, τους έδινε μια ποιητική διάσταση. Ήταν σαν ν’ άκουγες ένα γοητευτικό παραμύθι» είπε κάποτε ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης, κατά το διάστημα 1946 – 1948, καθιέρωσε την Έλλη Λαμπέτη ως μία εξαιρετική ηθοποιό, οι ερμηνείες της οποίας καθήλωναν κυριολεκτικά το κοινό (Γυάλινος Κόσμος, Αντιγόνη, Ο γάμος της Μπάρμπαρα, Το φιόρο του Λεβάντε, Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Ζωή με τον πατέρα, Ο ανακριτής έρχεται, Ο Ματωμένος Γάμος).
Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον Θίασο της Κατερίνας [1948 – 1949] (Ο Απόλλων του Μπελάκ, Χρυσή μου Ρουθ, Φθινοπωρινή Παλίρροια, Οι τρομεροί εραστές) και με το Εθνικό Θέατρο (Ο κουρέας της Σεβίλλης, Οι Φοιτητές), και από το 1949 ανήκε στον Θίασο του Κώστα Μουσούρη (Η κληρονόμος, Η ανθρώπινη φωνή, Λίλιομ, Ένας αξιοθαύμαστος υπηρέτης, Πεγκ, καρδούλα μου, Χαμένοι στο σκοτάδι, Το κουρέλι).
Το καλοκαίρι του 1949, η Έλλη Λαμπέτη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο και συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο, έζησαν έναν δυνατό έρωτα, που δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες… Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει χαρακτηριστικά: «…Κάθε βράδυ διασχίζουν το πάρκο ανάμεσα στους ερωτικούς αναστεναγμούς και στα ξερόκλαδα που τρίζουν πίσω απ’ τους θάμνους. Στα 1949 το Πεδίον του Άρεως είναι ο Παράδεισος των άστεγων εραστών – γκαρσονιέρες έχουν μόνο οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι! Ο Αλεξανδράκης βέβαια δεν μπορεί να πιστέψει ότι, πριν καλά καλά βγάλει τη δραματική σχολή, έχει αρχίσει να βγαίνει με τη διάσημη πια Έλλη Λαμπέτη. “Έστω και φιλικά βέβαια”. Κάθε βράδυ κουβέντιαζαν για ένα σωρό πράματα – απ’ το ελληνικό θέατρο ως τον εμφύλιο πόλεμο… Ήταν κι οι δυό τους αριστεροί – αυτό ήταν ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσά τους. Ύστερα ένα βράδυ τού λέει αναπάντεχα: “Είμαι πολύ γριά για σένα – το ξέρεις; Σε περνάω δύο ολόκληρα χρόνια”. Το δεύτερο ημίχρονο αρχίζει, ο διαιτητής έχει βγάλει κιόλας τη σφυρίχτρα του. Το άλλο βράδυ θα τους καταπιούν οι θάμνοι του πάρκου…».
Τον Αύγουστο του 1950, η Έλλη Λαμπέτη παντρεύτηκε τον Μάριο Πλωρίτη στον Αϊ – Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη. Στην αρχή έμεναν στην οδό Ασκληπιού, μαζί με την οικογένεια της Έλλης. Ήταν, στ’ αλήθεια τόσο γλυκό εκείνο το καλοκαίρι στην οδό Ασκληπιού κι έπειτα στο Πόρτο Γερμενό, όπως και στη Ρόδο, όπου έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους. Ο Μάριος φωτογράφιζε συνεχώς την αγαπημένη του… «Το βλέμμα του ερωτευμένου φωτογράφου αποτυπώνει όλη τη μυστηριακή λάμψη που εκπέμπει αυτό το πλάσμα, ακόμα και στις πιο καθημερινές του ώρες. Μπορεί ο Πλωρίτης να μην έγινε σκηνοθέτης…, αλλά να που βρήκε τώρα τον τρόπο να βγάλει τον μικρό Φελλίνι που κρύβει μέσα του, με μια ερασιτεχνική μηχανή. Ποτέ άλλοτε η Λαμπέτη δεν φωτογραφήθηκε έτσι. Ο στοχαστικός λόγιος είναι ένας ποιητής του φακού. Θα μπορούσε να ήταν κι ένας ευτυχισμένος γάμος – ίσως…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός.
Το 1952, συγκροτήθηκε ο Θίασος Λαμπέτη – Παππά – Χορν, ο οποίος ανέβασε εκπληκτικές παραστάσεις (Βαθειά, γαλάζια θάλασσα, Ξενοδοχείο η Ευτυχία, Νόρα – το σπίτι της κούκλας, Αγαπούλα, Τρεις άγγελοι, Γαλάζιο φεγγάρι, Ο άνθρωπος με την ομπρέλα).
Ο γάμος της Έλλης με τον Μάριο Πλωρίτη, ο οποίος παρέμεινε παντοτινός φίλος της και στάθηκε κοντά της μέχρι το τέλος της ζωής της, ήταν άτυχος, αφού χώρισαν το 1953, όταν η μεγάλη ηθοποιός συνδέθηκε – με μιά θυελλώδη ερωτική σχέση – με τον Δημήτρη Χορν. Την άνοιξη του 1953, ο Θίασος Λαμπέτη – Παππά – Χορν θα πήγαινε στην Αίγυπτο, για να γυρίσουν το «Κυριακάτικο ξύπνημα», την πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, τα εξωτερικά γυρίσματα της οποίας είχαν ήδη γίνει στην Αθήνα. «Η Έλλη ξέρει τώρα πια καλά ότι το ταξίδι αυτό μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή της… Τα λέει μια μέρα όλα στον Πλωρίτη. “Του είπα ότι είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον Χορν. Το ίδιο κι εκείνος εμένα. Μπαίναμε σε μιά επικίνδυνη ιστορία. Του ζήτησα να έρθει μαζί μας στο Κάιρο”. Στο βάθος βέβαια ούτε κι η ίδια ξέρει τί του ζητάει εκείνη την ώρα. Να πάει στην Αίγυπτο να κάνει τί; Να τρέχει από πίσω τους σαν λαχανιασμένος πυροσβέστης για να σβήσει τη φωτιά πριν κάψει τις πυραμίδες; Ο Πλωρίτης σίγουρα δεν είναι ο άντρας που θ’ αποδεχτεί αυτό τον ρόλο… Το πρόβλημα βέβαια δεν λύνεται – αν μπορούσε να λυθεί έτσι απλά, ο Ίψεν δεν θα ’χε εφεύρει τα τρίγωνά του. Ο Πλωρίτης μένει στην οδό Λυκαβηττού – η Έλλη φεύγει με τους άλλους για την Αίγυπτο. Η μάχη των πυραμίδων αρχίζει. Στο Κάιρο γεννιέται το πρόβλημα της διαμονής. Ο Χορν κι η Λαμπέτη προτιμούν το “Μέννα Χάουζ”, ένα ξενοδοχείο στην έρημο που βλέπει στις πυραμίδες… Μπορεί να κοιμήθηκαν μαζί το πρώτο κιόλας βράδυ στο “Μέννα Χάουζ”, που το κόκκινο ξύλο του αναδίδει έναν έντονο αισθησιασμό, ή μπορεί ακόμα να ξενύχτησαν στην άμμο, κάτω απ’ το αιγυπτιακό φεγγάρι, χωρίς να κάνουν τίποτε… Θα πρέπει να ήταν το πιο ερωτικό καλοκαίρι της ζωής τους… Γυρίζουν στην Αθήνα… Ο Πλωρίτης λείπει στη Θεσσαλονίκη – τί νόημα θα ’χε να την περιμένει εκεί για να κηδέψουν τον γάμο τους; Γεμίζει κι εκείνη τις βαλίτσες της. Ο Χορν έχει νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Λυκείου. “Χωρίζω με τον Μάριο”, αναγγέλλει στις αδερφές της, που δεν φαίνονται να ξαφνιάζονται ιδιαίτερα. “Θα μείνω μαζί με τον Χορν”. Και μετά: “Αγαπιόμαστε”. Φεύγει για την καινούργια της ζωή παίρνοντας μαζί το χαμόγελο μιάς οικογένειας που έχει καταλάβει πια ότι αυτό το άτακτο τροπικό πουλί δεν μπορεί να μείνει για πολύ καιρό στην ίδια φωλιά – τα ανήσυχα φτερά αποζητάνε όλο και πιο μεγάλα ύψη. Ο Χορν την περίμενε έξω απ’ το σπίτι της οδού Λυκείου φορώντας ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα τσαλακωμένο παντελόνι που μόλις το ’χε βγάλει απ’ τη βαλίτσα. “Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ”, λέει. Η Έλλη κοιτάζει τρυφερά τον άντρα που θα μοιραζόταν μαζί της τον μεγάλο έρωτα…» γράφει μ’ αυτή τη μοναδική γραφή του ο Φρέντυ Γερμανός.
Μετά το «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1953), η Λαμπέτη και ο Χορν θα συμπρωταγωνιστήσουν στην «Κάλπικη λίρα» (1954) και δυό χρόνια μετά στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956).
Από το 1956 η μεγάλη ηθοποιός συμπρωταγωνιστούσε με τον Δημήτρη Χορν (στον Θίασο Λαμπέτη – Χορν) σε περίφημα έργα του κλασσικού ρεπερτορίου (Αριστοκρατικός δρόμος, Βροχοποιός, Ζιζή, Το νυφικό κρεβάτι, Ένα ζευγάρι παπούτσια, Το παιχνίδι της μοναξιάς, Ο Βαβάς, Η κυρία με τις καμέλιες, Εραστής από χαρτόνι). Όπως είναι, επίσης, γνωστό, το «μυθικό» αυτό ζευγάρι – Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν – περιόδευσε στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο.
Τον Απρίλιο του 1959, η Λαμπέτη έχοντας πια απομακρυνθεί από τον Χορν, ταξίδεψε στην Αμερική, για να παντρευτεί τον συγγραφέα Φρεντ Γουέηκμαν, τον άντρα που ίσως την αγάπησε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους… «Είχαμε κάνει όλους τους ωκεανούς δικούς μας» ομολογούσε αργότερα η Έλλη. Η αλήθεια είναι ότι έζησαν έναν πολύ ποιητικό μήνα του μέλιτος, που κράτησε πενήντα ολόκληρες μέρες, στις Βερμούδες, στο Τρινιντάντ, στη Χαβάη και στις Μπαχάμες. Όμως, η Έλλη δεν ήταν από τις γυναίκες εκείνες που γοητεύονται από τη μεγάλη ζωή. Αυτό το ήξερε πολύ καλά ο Χορν, όχι όμως και ο Γουέηκμαν, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να την αποσπάσει από το θέατρο και γενικότερα από την Ελλάδα. Ναι! «Ένα καταπληκτικό σπίτι… Είχε τρία πατώματα και πέντε κηπουρούς. Πελώρια δωμάτια, πελώριες πισίνες, πελώριες σκάλες. Όλα πελώρια…» παραδεχόταν αργότερα η Έλλη. Όμως, έλειπε ο πελώριος έρωτας… Της είχε άραγε περάσει ή μήπως δεν τον είχε νοιώσει ποτέ για τον Φρεντ; «Απ’ τον πρώτο χρόνο κιόλας κατάλαβα ότι ο γάμος αυτός ήταν ένα πελώριο λάθος» είπε μετά από καιρό η Έλλη. Έτσι, το 1961, επέστρεψε στην Ελλάδα, κυρίως για να ξαναπαίξει θέατρο, με τον δικό της πια Θίασο (Το θαύμα της Άννυ Σάλλιβαν, Πεγκ, καρδούλα μου, Η μικρή μας πόλη, Ανοιξιάτικο τραγούδι, Οντίν, Η κληρονόμος, Σαμπρίνα, Ξυπόλητη στο πάρκο, Λεωφορείο Πόθος, Αγία Ιωάννα, Μαμζέλ Πέπσυ, Θυμήσου τον Σεπτέμβρη, Σαράντα καράτια, Φράνκυ, Το άνθος του κάκτου, Ο λογαριασμός, Γλυκιά Ίρμα, Φιλουμένα… κ.ά.).
Η Έλλη Λαμπέτη και ο Φρεντ Γουέηκμαν, έχοντας ήδη πολλά προβλήματα και βρισκόμενοι επί αρκετά χρόνια σε διάσταση, χώρισαν οριστικά το 1978.
Ένας ακόμη μεγάλος σταθμός στη ζωή της Έλλης υπήρξε η γνωριμία της με τον νεαρό τότε ηθοποιό Κώστα Καρρά, με τον οποίο έπαιξαν μαζί, το 1967, στο έργο «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη». Γι’ άλλη μιά φορά, η Έλλη – στο πλευρό του Κώστα – ονειρευόταν τον γάμο και την οικογένεια. Όμως, το νεαρό της ηλικίας του αγαπημένου της και – κυρίως – το ότι ήταν παντρεμένος (γεγονός που πληροφορήθηκε από τη νεαρή φίλη της Βέρα Κρούσκα, η οποία εκείνο το διάστημα έκανε τα πρώτα της θεατρικά βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη) γκρέμισαν γι’ άλλη μιά φορά τα όνειρα και τις προσδοκίες της Έλλης…
Το 1968, ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του στη ζωή της Λαμπέτη. «Τη χτυπάει την άνοιξη – γράφει ο Φρέντυ Γερμανός – δηλαδή την εποχή που οι πεταλούδες πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι πιο ανέμελες από ποτέ… Η Λαμπέτη υπέστη γαστρορραγία θα είναι η επίσημη εκδοχή που θα γράψουν το άλλο πρωί οι εφημερίδες, αλλά την ίδια ώρα η Έλλη… κάνει μαστεκτομή στον “Ευαγγελισμό”…».
Η προσπάθεια υιοθεσίας της μικρής Ελίζας, από κοινού με τον Γουέηκμαν, δημιούργησε πλείστα και δυσεπίλυτα προβλήματα στην ήδη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά ταλαιπωρημένη Έλλη. Στις 11 Μαρτίου του 1975 οι εφημερίδες ανήγγειλαν: Η Λαμπέτη εγκαταλείπει τη μάχη της για το παιδί. Και η ίδια δήλωνε: «Δεν θέλω να τιμωρηθούν ο πατέρας του κι η μάνα του παιδιού επειδή το πήραν όπως το πήραν. Είναι οι φυσικοί του γονείς. Αφού το θέλουν, τί νόημα θα είχε να τους κυνηγήσω με τον Νόμο;». Γενναία και περήφανα λόγια…
Το 1980, ο καρκίνος, κάνοντας την επανεμφάνισή του, ύστερ’ από 11 ολόκληρα χρόνια, δημιουργούσε συνεχείς μεταστάσεις στην Έλλη, οι οποίες έπληξαν τις φωνητικές της χορδές – κάτι ιδιαίτερα σπάνιο –, με αποτέλεσμα να χάσει σταδιακά τη φωνή της.
Η τελευταία της παράσταση στην Αθήνα ήταν «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου η Αγαπημένη Ηθοποιός υποδύθηκε τον ρόλο της κωφάλαλης Σάρα. Το έργο ανέβηκε τον Μάρτιο του 1981 και συνεχίστηκε και τον επόμενο χειμώνα. «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που πέρασε ποτέ απ’ το ελληνικό θέατρο – από κάθε ίσως θέατρο» της είπε ο Μάνος Χατζιδάκις…
Οι δεκαοχτώ μήνες που μεσολάβησαν από τον Φεβρουάριο του 1982, που η Λαμπέτη ξαναπήγε στη Νέα Υόρκη, μέχρι τον μοιραίο Σεπτέμβριο του 1983…, ήταν ένα ατελείωτο «πήγαιν’ – έλα» ανάμεσα σε νοσοκομεία της Ελλάδας και της Αμερικής...
Οι τελευταίες μέρες της Λατρεμένης μας Έλλης Λαμπέτη, μέσα στο «Όρος Σινά» της Νέας Υόρκης, καταγράφονται μοναδικά από τον Φρέντυ Γερμανό στον συναρπαστικό επίλογο του πραγματικά υπέροχου βιβλίου του «Έλλη Λαμπέτη».
«Στις 31 Αυγούστου θα ψιθυρίσει:
“Αργώ πολύ να πεθάνω”.
Και λίγες ώρες αργότερα θα πει στην Αντιγόνη, που σκύβει πάνω απ’ το μαξιλάρι της:
“Ένα τριαντάφυλλο. Μόνο ένα τριαντάφυλλο”.
Αυτό θέλει στην κηδεία της – μονάχα ένα τριαντάφυλλο. Τρέμει στην εικόνα του σώου που μαντεύει ότι θ’ ακολουθήσει με τους θεατρικούς κοπετούς και τα δακρυσμένα γκρο πλαν στις ειδήσεις των εννέα.
Την επόμενη μέρα, 1η Σεπτεμβρίου του 1983, ανοίγει πάλι τα μάτια της και ρωτάει την Αντιγόνη:
“Πού είναι το τριαντάφυλλο;”
Νομίζει ότι πέθανε κιόλας. Όχι, δεν είναι τόσο τυχερή – έχει ακόμα μπροστά της δεκαεφτάμισι ώρες ζωής. Πέφτει σε κώμα και τα μεσάνυχτα ανοίγει πάλι τα μάτια της. Η αδερφή της, που λαγοκοιμάται σε μιά πολυθρόνα δίπλα, τσακισμένη απ’ τις απανωτές αγρύπνιες, την ακούει να ψιθυρίζει:
“Μαμά…”
Είναι τα τελευταία λόγια της Έλλης Λαμπέτη και μ’ αυτά στέλνει βέβαια ένα μήνυμα στη μάνα της, όπως τη θυμάται απ’ τα Βίλλια του ’30. “Σ’ έναν ανθισμένο κήπο μεγάλο όσο ο κόσμος”. Από εκεί έφυγε κι εκεί ξαναγυρνάει, τώρα που δεν την κρατάει πια τίποτε στη Νέα Υόρκη, αυτή την πόλη του θανάτου.
Θα πρέπει να έχει αρχίσει κιόλας να ταξιδεύει, πετώντας πάνω απ’ τους ουρανοξύστες.
“Δόξα τω Θεώ πια είμαι ελεύθερη!”
Δεν έχει σημασία η επίσημη ώρα του τέλους. Η Έλλη, βιαστική όπως ήταν πάντα στη ζωή, δεν θα κάτσει σίγουρα να περιμένει τον ιατροδικαστή. Τα χαράματα θα πετάει πάνω απ’ τον Ατλαντικό κι όταν ο γιατρός πιστοποιήσει την άλλη μέρα στις 7.28 το πρωί τον θάνατό της, εκείνη θα είναι κιόλας στα Βίλλια.
Είναι όλοι μαζεμένοι εκεί και την περιμένουν. Δεν λείπει ούτε ο παππούς της, ο βιβλικός γέροντας που την έβαζε να του διαβάζει Παπαδιαμάντη.
Πώς μεγάλωσες, κοριτσάκι μου, της λέει.
Κι ύστερα, κάπως εμπιστευτικά:
Μου είπαν ότι έγινες μια μεγάλη θεατρίνα – είναι αλήθεια;
Είναι όλοι εκεί. Η μάνα της, ο πατέρας της, οι αδερφές της – φρέσκιες και γελαστές όπως ήταν στ’ ανθισμένα χρόνια της νιότης τους. Τί κατάφερε τελικά αυτός ο ηλίθιος καρκίνος; Μόνο να την κάνει να σπαράζει στο κλάμα κάθε φορά που τις έχανε!
Τί αλλόκοτη μέρα. Είναι 2 Σεπτεμβρίου κι η Αθήνα περιμένει δακρυσμένη το φέρετρο της Λαμπέτη απ’ την Αμερική, αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει να υποδέχεται γελαστούς καλεσμένους. Να κι η Κοτοπούλη – πώς μπορούσε να λείπει απ’ το καλωσόρισμά της;
Καρδούλα μου!
Η μεγάλη ντίβα τής κλείνει πονηρά το μάτι:
Σ’ το ’χα πει το ’43 – θυμάσαι; “Μιά μέρα θα γίνεις η πιο μεγάλη απ’ όλες μας”.
Τα αγαπημένα πρόσωπα μιας ζωής. Κι όλο και γεμίζει ο κήπος από αναπάντεχους φίλους: ο Λόρκα του Ματωμένου γάμου, ο Ανούιγ της Αντιγόνης, ο Θόρντον Ουάιλντερ της Μικρής μας πόλης. Όλοι σκύβουν να της φιλήσουν το χέρι. Ύστερα ένα παλιό αμάξι σταματάει έξω απ’ τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα και κατεβαίνει ένας σοβαρός κύριος με χρυσά γυαλάκια.
Καλώς ήρθατε στα Βίλλια, κύριε Τσέχωφ.
Μια ουράνια σύναξη.
Η Έλλη Λαμπέτη σκουπίζει χωρίς να το θέλει τα μάτια της.
Χριστέ μου, τί ωραίο πράμα είναι να ζεις…».