Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Αχρειότητα και νεκροφιλία

Αχρειότητα και νεκροφιλία








Ο απόλυτος κανιβαλισμός. Ο θάνατος κάτω από τα κουπόνια των προσφορών για σουπερμάρκετ. Η στιγμή που ένας νέος άνθρωπος ψυχορραγεί γίνεται πρωτοσέλιδο. Το τέλος ενός ανθρώπου κρεμασμένο στα μανταλάκια των περιπτέρων. Μια εικόνα σοκαριστική. Με τη φίλη του να τον κρατά αγκαλιά. Μέσα στα αίματα. Τα βλέμματά τους στο κενό. Εκείνος «φεύγει» κι εκείνη θα ζει για πάντα με αυτήν την εικόνα. Μια εικόνα που δημοσιεύεται μόνο για να πουλήσει. Καμία είδηση, κανένα ντοκουμέντο, καμία προσφορά στην ενημέρωση. Μόνο για το Θέ(α)μα. Το Πρώτο Θέ(α)μα. Η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου πόνου σε όλο της το μεγαλείο. Και αφορά αυτούς που διψάνε για αίμα. Αυτούς που στον βωμό του εύκολου κέρδους πουλάνε τα πάντα. Αυτούς που ξεπερνάνε τα όρια της ανθρωπιάς. Άγνωστη λέξη η ανθρωπιά. Άγνωστη λέξη η δεοντολογία. Άγνωστη λέξη η δημοσιογραφία. Πλούτος. Φήμη. Επιτυχία. Στο δικό τους μυαλό. Στο θλιβερό τους μυαλό….

Ακολουθεί το κείμενο του ψυχίατρου Κλεάνθη Γρίβα. Αυτούσιο. Με τον δικό του τίτλο. Τον δικό του υπότιτλο. Το προσυπογράφουμε και σας το παραθέτουμε.

Αχρειότητα και νεκροφιλία

ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

small intense fires...

WEDNESDAY, MARCH 25, 2009

small intense fires...



Mozarteum – Σάλτσμπουργκ
Βραδιά Μότσαρτ
Αργησα και τρέχω σαν τη Σταχτοπούτα…

Να προλάβω το χρόνο,
μην ξεκινήσει το ταξίδι του
σε ένα ονειρικό κόσμο, χωρίς εμένα

Κάθομαι αναψοκοκκινισμένη…
Και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,
βλέπω την αυλαία να σηκώνεται

Το παραμύθι ξεκινάει…
Έλα!





ELVIRA MADIGAN PIANO CONCERTO

Το ταξίδι στην απόλαυση ξεκινά
Παιχνίδια με τις νότες,
ερωτική πανδαισία και φλερτ
του πιάνου με το βιολί,
παράπονο του φλάουτου

EINE KLEINE NACHTMUSIC

Ναζιάρικα τα βιολιά, μας καλούν
να υψώσουμε το βλέμμα μας ψηλά,
να αφήσουμε την αίθουσα
και να πετάξουμε στη φαντασία
Ήχοι λεπτοί, ελκυστικοί,
μελωδίες ανάτασης
Allegro ρυθμός,
που σε κρατάει ζωντανό
μέχρι την τελευταία νότα

Και τέλος, η τελειότητα
στον κόσμο της μουσικής





REQUIEM!

Στο Kyrie eleison
νομίζεις πως το πνεύμα αφήνει το σώμα σου
και κατευθύνεται στα ουράνια
Rex tremendae majestatis
Γλυκειά μελωδία που εναλλάσσεται
στο Confutatis maledictis
με τον πόνο
Άγριο κυνηγητό στην ψυχή,
αισθήσεις που προσπαθούν να βρουν διέξοδο
σε μονοπάτια δύσβατα
Agnus Dei και Communio
Ανδρικές και γυναικείες φωνές,
που θαρρείς παρασύρουν τα μουσικά όργανα
σ’ ένα παιχνίδι ήχων
Και φθάνοντας στο ζενίθ τους
αποχαιρετούν τα εγκόσμια
για να μας πάρουν μαζί τους
σε μια άλλη διάσταση
Θεία μουσική!
Αργησες κι εσύ…αλλά ήταν τόσο πυκνή η ομίχλη απόψε…





my other moonlight sonata...

MONDAY, MARCH 30, 2009

my other moonlight sonata...



Δεσμώτης της αέναης κίνησης εγώ,
στροβιλίζομαι
μέσα από μια δέσμη ακτίνων

Σπασμένες σκέψεις
Θραύσματα παντού
Φτερωτές παγίδες παραμονεύουν
για να με φυλακίσουν
πάλι στην ερημιά μου

Σκαρφαλώνω
Σφίγγω τα δόντια
Προσπαθώ

Λευκά τοπία
Νεκρά τοπία
Αλυσίδες που χτυπάνε παντού
Λεπίδες που αστράφτουν στον αέρα

Η φτερωτή παγίδα
βουτάει ξαφνικά
και με <κλειδώνει>
στόχο μοναδικό

Κι ανταμώνοντας με τη μοίρα,
την παρασύρω
σ’ ένα παραλήρημα αναμνήσεων
Τη στίβω

Απόσταγμα άχρωμο όμως
Χωρίς ψυχή

Σ αγαπώ....ARMIK - SPEECHLESS

Σ αγαπώ

Σ αγαπώ

Σ αγαπώ  
***
Με Σ αγαπώ
ποτέ ξανά
Δεν άρχισα κανένα ποίημα
Αλλά δεν  ξέρω άλλη λέξη να ταιριάζει
Σ' αυτό που η καρδιά μου σου φωνάζει
Να κάνω ρίμα

Το σ αγαπώ να σου το πω
όπως κανείς δεν το 'χει πει
σαν η ζωή  να ψάχνει
την τελευταία αναπνοή

Έσκισα  της ψυχής τον ουρανό
Να βγω απ' τη φυλακή μου
Στη διάφανη τη λίμνη της ζωής
Με γραφή μου
Να καθρεφτίσω
το εγώ το εσύ το εμείς
Δίπλα στου έρωτα το βέλος
Κι ανάσαναν οι πίκρες της ζωής
Ήρθε γαλήνη της ψυχής
να ψιθυρίσει μέσα μου
Στον πόνο τέλος

Το χρόνο που 'κλεψα
Μαζί σου απ' τον καιρό
Θα ζωγραφίσω στη ματιά σου
Με το πινέλο της ψυχής
 και της δικιάς σου
Θα μοιάζει άνοιξη
ντυμένη στην πορφύρα
Που ξεκινάει τις εποχές
Αυτές που δίπλα σου
Χρυσό κι ασήμι της ψυχής
 απ' την αγάπη πήρα

Θαρρώ ετούτη τη στιγμή
Τις μοίρες μου έγραψες
ξανά απ' την αρχή
Ξανά γεννήθηκε ζωής μικρή αχτίδα
Στο χρόνο που έφυγε
 από 'σένα δώρο πήρα
Καρπό του εμείς
Αγάπης την ελπίδα

Κυλάει ο χρόνος 
μακριά μας γράφει νόμους
μα εμείς αν θες
μαζί θα πάμε σ άλλους δρόμους
ψηλά σ απάτητα βουνά
στους ουρανούς μας
μαζί θα γράψουμε
αγκαλιά νόμους δικούς μας
***
1 Ιαν 2012
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Γλυκό ζωής αμάρτημα.

Γλυκό ζωής αμάρτημα.

Γλυκό ζωής αμάρτημα.

Γλυκό ζωής αμάρτημα.
***

Ήθελα σήμερα φωτιά
βαθιά στα σωθικά μου
Να κάψει όλο τον έρωτα
κι εσύ να είσαι δικιά μου

Πέταξα πέρα τις σιωπές
μίλησα στην αγάπη
Και ήρθα θε μου να σε δω
ταξίδι δίχως δάκρυ

Στολίστηκες τον έρωτα
το πάθος νυχτικό σου
Για βράδια αξημέρωτα
με θες είπες δικό σου

Άρωμα από το σώμα σου
εικόνα η μορφή σου
Προσκύνησα σαν προσευχή
την ήβη τη δική σου

Αγγίζω κάθε σου πτυχή
γνωρίζω το σφυγμό σου
Γεύομαι κάθε σου στιγμή
τον πόθο το δικό σου

Ανάσα εγώ πνοή εσύ
στα χέρια  την αφή μας
Καυτή του έρωτα στιγμή
και η έκρηξη δική μας

Δικό μας σύμπαν ιερό
ξεκίνησαν οι νόμοι
Της ηδονής μες τον καιρό
ανοίξανε οι δρόμοι

Καλπάζει ο έρωτας ξανά
να φτάσει το ρυθμό μας
Να νοιώσει τις δονήσεις μας
ν αντέξει το σεισμό μας

Κάθε σου ψίθυρος εσύ
εγώ κάθε μου θέλω
Θε μου σ αυτή τη φυλακή
αιώνια να μένω

Ψυχή μου μάτια μου γλυκά
ζωή μου ομορφιά μου
Οι λέξεις γίναν  βογκητά
στο στήθος στην καρδιά μου

Το κάθε κύμα κόκκινο
κρασί απ' τα δυο σου χείλη
Η Αφροδίτη σου σκιρτά
στο στόμα μου να στείλει

Σταμάτησε η αναπνοή
γεύομαι της ζωής σου
Το λάγνο ανθό του έρωτα
λες κάνε με δική σου

Γλυκό ζωής αμάρτημα
άνοιξε κάθε δρόμο
Τον άγγιξα περπάτησα
κατήργησα το νόμο

Στη λόγχη του ο έρωτας
κάρφωσε το κορμί σου
Τι αισθάνομαι μη με ρωτάς
χάνομαι στην ψυχή σου

Μαζεύτηκαν οι άνεμοι
τυφώνες και φωτιές μας
Μας σήκωσαν μας κάψανε
μέσα στις ηδονές μας

Στόμα μου χείλη έρωτα
έλα ξανά φιλί μου
Της Αφροδίτης μέρωμα
ξεκίνησε μαζί μου

Χίλιες φορές ανάσα μου
γραμμένη τής ζωής μου
Και μια που σήμερα τη ζω
ανάσταση ψυχής μου

Ξανά, ξανά και πάλι εδώ
ν' ανοίξουμε φτερά μας
Να φτάσουμε στον ουρανό
όπως στα όνειρά μας

***
20 Οκτ 2012
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς


Εκκωφαντική σιωπή

Εκκωφαντική σιωπή



Εκκωφαντική σιωπή
Σκατά, ποιος άλλος το χει πει;
Εκκωφαντική σιωπή
Αδράνεια, νωθρότητα
Συσσωρευμένη ένταση
Ας γίνει κάτι
Ένας ήχος, ένας κρότος
Μια έκρηξη
Κάτι
Δεν το αντέχω αυτό
Κοχλάζει ο κρατήρας
Περιμένω
Περιμένω…

Μη
Μην ανοίγεις το συρτάρι
Μην κλείνεις τη ντουλάπα
Μη χτυπάς τα αντικείμενα
Μην κινείσαι
Μην αναπνέεις
Δεν το βλέπεις;
Είναι επικίνδυνα εδώ

Μη μιλάς
Μη σκέπτεσαι
Πες κάτι,
Πάψε επιτέλους να ακούς τη σιωπή!

Περιμένω
Κάτι
Δεν ξέρω

Περιμένω…


Ο Ουρανός Βρέχει Αστέρια - Ας κάνουμε μια ευχή...

Ο Ουρανός Βρέχει Αστέρια - Ας κάνουμε μια ευχή...



Είμαι εδώ, καθισμένη αυτό το βράδυ στην οχτάχρονη μπλε με μαύρα μπράτσα καρέκλα μου, τις οποίας τα ροδάκια είναι σαν καινούργια ακόμη (μάλλον δεν τα ταλαιπωρώ πολύ...) και σκέφτομαι διάφορα. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Έτσι λοιπόν σκέφτηκα ότι είναι καλύτερο να μοιραστώ όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου μαζί σας.

Το ρολόι του υπολογοστή μου γράφει 2:07 πμ και σκέφτομαι ότι σε λίγες ώρες θα ξεκινήσει η βροχή των Λεοντιδών. Δεν έτυχε ποτέ να παρακολουθήσω ένα παρόμοιο θέαμα. Θα ήταν ωραία να ήμουν καθισμένη δίπλα στη θάλασσα σήμερα μαζί με τον αγαπημένο μου και να βλέπαμε τα αστέρια να πέφτουν μέσα στο νερό και εμείς να κάναμε πολλές πολλές ευχές για αιώνια αγάπη και αφοσίωση.

Δυστυχώς, βρίσκομαι ακόμη στην Αθήνα (ποιος θα περίμενε ότι κάποτε θα το έλεγα αυτό....) και τα φώτα της πόλης είναι απαγορευτικά για να βγω στο μπαλκονάκι μου και να δω αυτό το θέαμα. Και ενώ σκέφτομαι αυτά, ξαφνικά να που εμφανίζονται σκέψεις όπως ότι σε λίγο καιρό από σήμερα θα πρέπει να αρχίσω να αποχαιρετώ κάποιους ανθρώπους που γνώρισα στο διάβα μου από αυτήν την πόλη...Μου έρχονται αναμνήσεις, όχι απλά εικόνες αλλά συναισθήματα και μυρωδιές. Άλλες είναι γεμάτες πικρία, αλλές γεμάτες αγάπη, άλλες γεμάτες κατανόηση, άλλες γεμάτες από εμπειρίες.

Είμαι στην Αθήνα 5 ολόκληρα χρόνια. Οι περισσότερες σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων έχουν διάρκεια 4 χρόνια πέρα από την ιατρική και κάποια τμήματα του πολυτεχνείου. Όμως, αυτά που σου μαθαίνει η ίδια η ζωή δεν μπορεί να σου τα μάθει κανένα πανεπιστήμιο. Σε όλες τις σχολές μαθαίνεις θεωρία, όσο άριστος και να είσαι, είσαι άριστος στη θεωρία. Κανένας όμως δεν μας είπε ότι η πράξη είναι πολύ διαφορετική από τη θεωρία. Για να μην είμαι άδικη όμως θα πρέπει να πω ότι όντως πολλοί άνθρωποι το λένε αυτό "Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη", όμως αν δεν το ζήσεις δεν μπορείς να το μάθεις, τουλάχιστον εγώ.

Και εκεί που κάπως κατασταλάζουν αυτές οι σκέψεις έρχεται μια εντύπωση στο μυαλό ότι οτιδήποτε έζησα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες από τότε. Άνθρωποι που ήρθαν και έφυγαν από μόνοι τους από τη ζωή μου, άνθρωποι που ήρθαν και τους κράτησα εγώ ηθελημένα σε κάποια απόσταση, γεγονότα και καταστάσεις που όταν τα βιώνα στενοχωριόμουν και τώρα που τα αναπολώ βλέπω το πόσο συναισθηματική και υπερβολική μπορεί να ήμουν στην αντιμετώπισή τους.

Έχω και έναν κόμπο στον λαιμό μου που με πνίγει, πρέπει να είναι λυγμός που δεν έχει αποφασίσει ακόμη τι θα κάνει. Σκέφτομαι ότι φεύγοντας από εδώ αφήνω πίσω μου πολλά και ίσως αυτό το φορτίο η ψυχή μου να μην μπορεί ακόμη να το αντέξει. Προσπαθώ να δίνω κουράγιο στον εαυτό μου με το να σκέφτομαι το μέλλον, το χρωματίζω με πολύ έντονα χρώματα, κυρίως με το κόκκινο που είναι το αγαπημένο μου, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα λειτουργήσουν καλύτερα για μένα σε μία άλλη περιοχή.

Από παιδάκι θυμάμαι προετοίμαζα τον εαυτό μου για κάτι. Δεν μου αρέσουν οι ξαφνικές αλλαγές, είναι λίγο σοκαριστικές για την ψυχοσύνθεσή μου. Θυμάμαι ότι ήμουν μικρή, στην τρίτη δημοτικού, όταν αλλάξαμε σπίτι με αποτέλεσμα και εγώ να πρέπει να αλλάξω σχολείο. Το καλοκαίρι λοιπόν εκείνο, μετά την καθιερωμένη σχολική εκδήλωση για την επιτυχημένη ολοκλήρωση της χρονιάς, με παίρνει αγκαλιά η μάνα μου και μου λέει "Κοίτα τι σου πήρα..." και βγάζει από την τσάντα της ένα δώρο, ένα καλοτυλιγμένο πακέτο. Το πήρα μες στα γέλια και από την λαχτάρα μου να το ανοίξω έσκισα το χαρτί (συνήθως τα δώρα μου τα άνοιγα σιγά σιγά για να μην τα χαλάω...) και μέσα είχε ένα πολύ ωραίο φορεματάκι, έχοντας ως στάμπα την στρουμφίτα, είχε και κρόσια με χαντρούλες, ακόμη το θυμάμαι, ήταν τόσο όμορφο. Την αγκάλιασα, την φίλησα και της είπα "Μανούλα σ'ευχαριστω πολύ". Τότε μου είπε "Έλα θέλω να σου πω κάτι" και της απάντησα "Τι θέλεις; πες μου..." μου είπε "Δεν θα στενοχωρεθείς όμως, μου το υπόσχεσαι;" "Ε ναι" της αποκρίθηκα και ταυτόχρονα φορούσα το φουστανάκι για να δω αν μου ταιριάζει και τότε μου το ξεφούρνισε "Του χρόνου δεν θα πας στο ίδιο σχολείο, θα σε γράψω σε αυτό που είναι κοντά στο νέο μας σπίτι". Ε αυτό ήταν. Έβγαλα το φουστανάκι (που τόσο μου είχε αρέσει) της το πέταξα και της είπα "Γι' αυτό μου το πήρες; Για να μου πεις αυτο; Δεν το θέλω. Θέλω να μείνω στο σχολείο μου με τους φίλους μου". Θεέ μου έκλαιγα τόσο πολύ, δεν μπορούσε να με σταματήσει. Αυτό το κλάμα έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά μου, ακόμη το θυμάμαι.

Ε, λοιπόν, ακόμη και τώρα νιώθω αυτό το ίδιο παιδιάστικο συναίσθημα. Θέλω να κλάψω, να κλάψω πολύ που είμαι αναγκασμένη λόγω των συνθηκών να αλλάξω τρόπο ζωής, αλλά δεν μπορώ, τα δάκρυα δεν βγαίνουν όπως τότε. Τώρα είμαι συγκρατημένη και σκέφτομαι ότι αυτό είναι το καλύτερο. Σε έναν κόσμο που όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα δεν μπορούμε να μένουμε πίσω. Ή μήπως μπορούμε;

Σκέφτομαι πόσο τυχεροί είναι οι άνθρωποι που ζουν στην επαρχία σήμερα. Θα έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν αυτό το υπέροχο θέαμα των αστεριών. Αν θα μπορούσα να κάνω μια ευχή και να βγει αληθινή, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα διάλεγα. Μια ευχή για μένα, για τη δική μου ζωή ή για την ανθρωπότητα; Στη μία περίπτωση θα ήμουν εγωίστρια, ενώ στην άλλη αλτρουίστρια. Δύσκολη απόφαση για μία μόνο ευχή. Αν και πιστεύω ότι η ευχή θα έκανα θα ήταν να είμασταν όλοι ευτυχισμένοι, βρίσκοντας ο καθένας το πραγματικό ταίρι του. Αυτή είναι η ευχή που βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά μου αυτήν την στιγμή, διότι πιστεύω ότι αν είσαι καλοπροαίρετος, μοιράζεσαι πράγματα, ιδέες, όνειρα, συναισθήματα με τους άλλους ανθρώπους και εύχεσαι για το καλό τους, τότε μόνον μπορείς να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος.

Καλό βράδυ σε όλους....


Το Πλήρωμα του Χρόνου...



Το Πλήρωμα του Χρόνου...




Ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις.
Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός


Πολλοί από εσάς θα έχτε παρατηρήσει ότι προσπαθείτε να πετύχετε κάτι και το προσπαθείτε με όλες σας τις δυνάμεις σας, μέχρι εκεί που αντέχετε, όμως, κατά ένα περίεργο λόγο, δεν προχωράει. Αναρωτιέστε "Μα γιατί; Αφού προσπάθησα τόσο...". Ε, λοιπόν, η απάντηση μάλλον κρύβεται στην έννοια του χρόνου...

Κατά τον Α. Einstein ο χρόνος είναι σχετικός. Για παράδειγμα, αν είσαι κάπου και περνάς καλά, ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα, όπως ας πούμε σε κάποιο ραντεβού με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Από την άλλη, αν είσαι σε κάποιο μέρος που δεν περνάς και τόσο καλά, ο χρόνος σου φαίνεται μια αιωνιότητα, όπως ας πούμε κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης.

Τελικά, ο χρόνος είναι αυτός που ευθύνεται για όλα και το το πλήρωμά του μας αναγκάζει να δεχτούμε τις συνέπειές του. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος στα 60 του δεν μπορεί να κάνει κάτι να κρύψει τις ρυτίδες ή τα άσπρα μαλλιά της ηλικίας του...Αργά ή γρήγορα όλα φαίνονται. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το δεχτείς και να αγαπήσεις τον εαυτό σου γι' αυτό που είναι.  

Ο Ευριπίδης λοιπόν έλεγε ότι ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις. Τι σοφία άραγε μπορεί να κρύβεται μέσα στο νόημα αυτής της φράσης; Όντως, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου για κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αλλάξεις, είναι αδύνατον και μάλιστα πολλές φορές μπορεί να λαμβάνεις απαντήσεις σε ερωτήματα κρυφά, του εαυτού σου, ή ακόμη και χωρίς να ρωτάς, βλέπεις την εξέλιξη των πραγμάτων τριγύρω σου και λες "Ααα μάλιστα γι' αυτό τότε αντιμετώπισα αυτό επειδή ήταν να περάσω τώρα αυτό...".

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα είναι ρυθμισμένα με μία σοφία απόλυτη σε έναν κόσμο σχετικό. Αυτό μπορεί να είναι μαγικό και ακόμη περισσότερο συναρπαστικό. Είναι ωραίο συναίσθημα να έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και εσύ να είσαι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις. Ωστόσο, πολλές φορές όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, οι καταστάσεις είναι αυτές που έρχονται να σε συναντήσουν και να σε ξαφνιάσουν άλλες φορές ευχάριστα και άλλες δυσάρεστα. Πιστεύω όμως ότι αυτή είναι η μαγεία της ζωής. Να κόβεις το φρούτο από το δέντρο την κατάλληλη χρονική στιγμή, ούτε να είναι άγουρο ούτε παραγινομένο, γιατί και στις 2 περιπτώσεις δεν μπορείς να το φας. Και αν πολλές φορές δεν έχεις την σοφία για να κρίνεις ποια είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή για μία πράξη σου, μην ανησυχείς ο χρόνος θα φέρει έτσι τις καταστάσεις που θα μπορέσεις να την αντιληφθείς...


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

η κραυγή

η κραυγή


foto Noam Galai

Από νωρίς η τρέλα κύλησε στο δρόμο. Άνθρωποι πάνε κι έρχονται. Συθέμελα τραντάζεται η ζωή και τα μπαλκόνια έρημα για συντροφιά στα μαγαζιά που κλείνουν.
Ήχος τραχύς σε σκουριασμένη μηχανή, απότομα υψώθηκε η κραυγή.
Μπάσα χορδή που τέντωσαν τα δάχτυλα εκείνου όπου η μοίρα στέρησε το να μπορεί να πει.
Περαστικοί μα και και δικοί ξιπάστηκαν.
Ποτέ ξανά δεν άκουσαν να βγαίνει τέτοια κραυγή απ’ του μουγκού παιδιού το στόμα.
Λέξεις δε μπαίνουν στη σειρά, μα η ψυχή του κόλαση μ’ αυτά που βλέπει η ματιά κι ακούει  το αυτί του.
Να το αντέξει δεν μπορεί. Από τη γέννα του στερήθηκε μιλιά. Τώρα του παίρνουν τη ζωή του.
Θέλει να πει. Πολλά να πει. Στον κόσμο να φωνάξει.
Να ενωθεί με τις φωνές, να ενωθεί με τις κραυγές.
Περίμενε. Για χρόνια τώρα την αλαλιά αντέχει.
Μα το θεριό που τρώει τα σωθικά και με ελπίδα θέριεψε, στο στόμα του ξεπρόβαλε. Είναι ετούτη η στιγμή να θανατώσει το στοιχειό, να κόψει το λαιμό του.
Με τη λεπίδα, χωρίς ελπίδα κερδίζεται η ζωή.
Κι αυτό το έμαθε καλά, το ξέρει.

ανάγερτος

Στ' απόκρημνα τα βράχια...

Στ' απόκρημνα τα βράχια...

Στ' απόκρημνα τα βράχια ολημερίς, τις πέτρες που μας πέταγαν μαζί με χώμα σκυθρωπό που κάρπιζε τ' ανέραστα τα βλέμματα, θα κουβαλώ.
Και για νερό, το δάκρυ, αυτό που το μαζεύαμε σπυρί σπυρί όταν οι άλλοι γέλαγαν παίζοντας ρόδα τις καρδιές μας.
Μια φωλιά, νάναι μικρή, νάναι ζεστή, να μη χωρά μικρότητες, μήτε κακία κι ερημιά, του αετού μονάχα να χωρά μακριά απ' του κακού το μάτι, μαζί θα χτίσουμε.

Στην καμινάδα του Θεού, δίχως τη γλώσσα του φιδιού, με της ζωής τον έρωτα να ζήσουμε.
Κι όσοι πιστεύουν πως ζωή είναι αυτή που ζούνε, μια πρόσκληση ελεύθερη, τις Κυριακές με τα παιδιά μαζί, με μας να ζήσουνε ότι κι εμείς θα ζούμε.

ανάγερτος

Ένα "Δωράκι" για τα Χριστούγεννα!

Ένα "Δωράκι" για τα Χριστούγεννα!

2


Ένα δωράκι και πολλές ευχές για ευτυχισμένα Χριστούγεννα!

Μουσική: Ludovico Einaudi "Andare"
Λόγια - Παρουσίαση: ΚαΤερίνη 

Απόψε μες απ' την καρδιά θέλω να σας μιλήσω
πολλά χαμόγελα ζεστά σε όλους να χαρίσω.
Πολλές ευχές από μακριά σας στέλνω με αγάπη
υγεία πίστη και χαρά για τη χρονιά που θα 'ρθει.
 

Μαζί με τις ευχές σας στέλνω και δωράκι,
είναι μικρό μα δε χωρά να μπει σε ένα κουτάκι.
Σαν το χαμόγελο κι αυτό, τίποτα δεν στοιχίζει,
όμως αν είναι αληθινό, μες τη καρδιά αγγίζει.
 

Είναι ζεστό και τρυφερό σα μωρουδίσιο χάδι
από καρδιάς κι αληθινό σαν Χριστουγέννων βράδυ.
Έλα κοντά πλησίασε, και δέξου το από μένα
φιλί Χριστουγεννιάτικο στο μάγουλο για σένα.
 

Καλά Χριστούγεννα!!
Χρόνια Πολλά!!

ΚαΤερίνη.

Δώρο Χριστουγέννων.jpg

Χρόνια Πολλά - Καλή Χρονιά με όμορφες εικόνες

31 Δεκ 2011



Χρόνια Πολλά - Καλή Χρονιά

Ας ξεκινήσουμε τον καινούριο χρόνο
με όμορφες εικόνες και ήχους
με μια ζεστή βαθιά ανάσα
ένα πλατύ χαμόγελο
πολλές ελπίδες
και πολύ
αγάπη!

Στιγμιότυπο 1 (31-12-2011 3-11 μμ).png

Καλά Χριστούγεννα!

24 Δεκ 2011

Χρόνια Πολλά με υγεία !! 

Καλά Χριστούγεννα!!.jpg


"Τα Χριστούγεννα των παιδιών"

19 Δεκ 2011

8 Σχόλια

 Χρόνια Πολλά!
Πολλές ευχές για όμορφα κι ευλογημένα Χριστούγεννα! 


Ευχή μου για την κάθε ψυχή
να Νοιώθει να Δίνει να Παίρνει
πραγματική Αγάπη!

scrapeenet_20111214141054vlkP.jpg

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Maria Ioanna Mips Τα «γιατί» του κόσμου




Τα «γιατί» του κόσμου

Είναι φορές που γελάω
Χωρίς να ξέρω γιατί
Είναι φορές που μιλάω
Χωρίς να ξέρω «γιατί»
Είναι φορές που ρωτάω
Χωρίς να ξέρω «γιατί»

Μα κάθε φορά που σκέφτομαι
Ψάχνω όλα τα γιατί του κόσμου
Κι αναρωτιέμαι «γιατί»

Κάθε φορά νιώθω τόσο μικρή
Μπρος στην αιωνιότητα
Κοιτώ παρελθόν και μέλλον
Ενώ στον χρόνο υπάρχει
Μόνο το «τώρα»
Και το «πολύ αργά»

Μικρό αστέρι ο άνθρωπος
Μικρότερο εγώ
Ξέρω πια
Πως…

Κάθε φορά που γελάω
Είναι γιατί κυλάω στο αίμα σου
Κάθε φορά που μιλάω
Είναι γιατί ακούω τις σιωπές σου
Κάθε φορά που κλαίω
Είναι γιατί και που σκοτείνιασα
- Μικρότερο αστέρι εγώ -
Δεν έπεσα στο γήινο χώμα

Είμαι αυτή που δίπλα μου ζεις
Χωρίς να με βλέπεις
Είμαι αυτή που δίπλα μου μιλάς
Χωρίς να με ακούς
Είμαι αυτή που δίπλα μου γελάς
Χωρίς να με θυμάσαι

- Μα εγώ ξεχνώ και θυμάμαι
Και κλαίω όταν με συγχωρείς
Και επιστρέφω όταν μετανοείς
Και λυγίζω μόνο που ανασαίνεις -

Είμαι αυτή που όταν πεθάνω
Θα βρω λευκό στη ζωή μου
-mips-

Διάλογος με τον θάνατο




Διάλογος με τον θάνατο

Σ’ ένα σκοτωμένο «σ’ αγαπώ»
βούλιαξα.
Ένα σκοτωμένο «σ’ αγαπώ» έγινα.
Πάλι.
Θεριό μέσα μου ο θάνατος
Σκίζει τις σάρκες να βρει φευγιό
Κι εγώ ψελλίζω…
«Μη μ’ αφήνεις μόνη…»
Όχι.
Πάλι.
Μόνη.
-mips-

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Επτά φορές περιφρόνησα την ψυχή μου.

Επτά φορές περιφρόνησα την ψυχή μου.

Το διάβασα από μια μαθήτρια που το ανάρτησε αλλά δεν μπόρεσα να  ξαναβρώ το post της μαθήτριας. Όμως μου άρεσε και είπα να το μοιραστώ μαζί σας.
Χαλίλ Γκιμπράν 

Επτά φορές περιφρόνησα την ψυχή μου:
Την πρώτη φορά όταν την είδα να δειλιάζει
μπροστά στη λαχτάρα της να φτάσει στα ύψη.
Τη δεύτερη φορά όταν την είδα να κουτσαίνει
μπροστά στους ανάπηρους.
Την τρίτη φορά όταν της δόθηκε να διαλέξει
ανάμεσα στο δύσκολο και το εύκολο
και εκείνη διάλεξε το εύκολο.
Την τέταρτη φορά όταν έκανε κάποιο κακό
και παρηγορήθηκε με το ότι και οι άλλοι κάνουν κακό.
Την πέμπτη φορά όταν ανέχτηκε από αδυναμία
και δικαιολόγησε την ανοχή της σα δύναμη.
Την έκτη φορά όταν περιφρόνησε την ασχήμια κάποιου προσώπου
και δεν ήξερε ότι αυτό το πρόσωπο ήταν μια από τις δικές της μάσκες.
Και την έβδομη φορά όταν τραγούδησε τραγούδι επαίνου και το θεώρησε αρετή.
silena’s poetry

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Σαν σήμερα, πριν από 86 ακριβώς χρόνια, στις 13 Απριλίου του 1926, ένα συννεφιασμένο ανοιξιάτικο πρωινό, γεννήθηκε η Έλλη Λαμπέτη…

Έλλη Λαμπέτη. Σαν σήμερα… - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*


 
 
 
Σαν σήμερα, πριν από 86 ακριβώς χρόνια, στις 13 Απριλίου του 1926, ένα συννεφιασμένο ανοιξιάτικο πρωινό, γεννήθηκε η Έλλη Λαμπέτη…
 
«Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό – η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα 1926, δηλαδή την ίδια ακριβώς χρονιά που θα γεννιόταν η Μαίριλυν Μονρόε, στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός στην αρχή του βιβλίου του «Έλλη Λαμπέτη. Βιογραφία» (Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006).
Και συνεχίζει: «Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως και ο θάνατός της. Για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Πρώτα είχε βγει ο Τάκης, ο δίδυμος αδερφός της. Ένα υγιέστατο μωρό που ζύγιζε τέσσερα κιλά, θα έγραφε η ίδια η Έλλη σ’ ένα ιδιόχειρο σημείωμά της, λίγες μέρες πριν πεθάνει, στο “Όρος Σινά” της Νέας Υόρκης. Και μετά από μιάν ώρα βγήκα εγώ. Ένα λυμφατικό πιθηκάκι! Το λυμφατικό πιθηκάκι φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει, σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια. Σχεδόν δεν ανέπνεε.
“Θα πεθάνει”, ψιθύρισε η νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα στο γιατρό…
Η μητέρα της Έλλης, η Αναστασία Λούκου, η Τάσα, όπως την έλεγαν στα Βίλλια, κοίταζε τον γιατρό με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο απ’ το μαξιλάρι. Είχε ακούσει το κλάμα του ενός απ’ τα μωρά της, πριν από μια ώρα, αλλά το άλλο, το λυμφατικό πιθηκάκι, δεν είχε ακόμα ανοίξει το στόμα του.
“Θα ζήσει”, της χαμογέλασε ο γιατρός.
Άρπαξε το μωρό και το βούτηξε στη λεκάνη με το χλιαρό νερό – ύστερα στη λεκάνη με το κρύο. Και μετά πάλι στη λεκάνη με το χλιαρό. Αυτό έγινε τουλάχιστον πέντ’ έξι φορές, ώσπου η Έλλη Λαμπέτη αποφάσισε, εκείνο το πρωί, στις 13 Απριλίου του 1926, να κλάψει για πρώτη φορά στη ζωή της…
Ο Κώστας Λούκος, ο πατέρας της Έλλης, περίμενε ιδρωμένος έξω απ’ το χειρουργείο. Ήξερε πως είχε κιόλας έναν γιό, αλλά δεν ήξερε τη μοίρα του άλλου παιδιού του, που πάλευε άγρια για μια ολόκληρη ώρα ανάμεσα στη ζωή και στην ανυπαρξία. Είδε τον γιατρό να τον πλησιάζει, ιδρωμένος όσο κι εκείνος.
“Κόρη!” του είπε γελαστά.
Ήταν η πέμπτη κόρη του μετά την πρώτη, τη Φωτεινή, που ήταν κιόλας έντεκα χρονώ, την Κούλα, την Ειρήνη και την Αντιγόνη. Εφτά παιδιά, αν υπολόγιζε και τον άλλο γιό του, τον Τάσο.
Σε μια χώρα που μαστιζόταν από υπογεννητικότητα, ο Κώστας Λούκος, ένας απλός ταβερνιάρης απ’ τα Βίλλια που θα γινόταν αργότερα ξυλέμπορος στην Αθήνα, είχε καταθέσει γενναιόδωρα εφτά οβολούς. Κι ανάμεσά τους το μεγάλο τάλαντο…».
Το σπίτι της οικογένειας Λούκου στα Βίλλια – το «αρχοντικό», όπως το αποκαλούσαν οι γείτονες – ήταν ένα απλό, διώροφο σπίτι με άνετα δωμάτια κι έναν μεγάλο κήπο, που γύρω στα 1980 (τρία δηλαδή χρόνια πριν από τον θάνατο της Έλλης) είχε πια αποκτήσει στη σκέψη της τη μαγεία ενός πίνακα του Ρενουάρ… «Ήταν πάντα ανθισμένος – από παντού ξεφύτρωναν τριαντάφυλλα. Και το γρασίδι του ήταν πράσινο χειμώνα καλοκαίρι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά του» έλεγε με συγκίνηση…
Το 1928, όταν η Έλλη ήταν μόλις δύο ετών, η οικογένεια βρέθηκε στην Αθήνα, επειδή η ταβέρνα στα Βίλλια δεν πήγαινε καλά και – επιπλέον – επειδή επιθυμία της μητέρας ήταν να σπουδάσουν στην πρωτεύουσα όλα τα παιδιά της. Έτσι, την άνοιξη του 1928 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό σπίτι με δυό δωμάτια, στην οδό Μιχαήλ Βόδα 139. Όμως, τα Βίλλια θα έμεναν πάντα στη ζωή τους, αφού κάθε καλοκαίρι δραπέτευαν από την Αθήνα, για να βρεθούν εκεί, στον χαμένο παράδεισό τους… «Στα Βίλλια έμαθα ν’ αγαπάω την ομορφιά» έλεγε με νοσταλγία η Έλλη, μετά από χρόνια…
Η Φωτεινή, η μεγαλύτερη αδερφή, λάτρευε τη μουσική. «Όταν άκουγε Σοπέν στο πιάνο, δάκρυζε» θυμόταν με συγκίνηση η Έλλη. Η Κούλα έγραφε στίχους στο περιθώριο των σχολικών βιβλίων της. Η Ειρήνη, παθιασμένη με τη ζωγραφική, ζωγράφιζε στον φλοιό απ’ τους κορμούς των δέντρων. Η Αντιγόνη ονειρευόταν να γίνει δασκάλα. Όσο για τον Τάκη, τον δίδυμο αδερφό της Έλλης, ήταν ποιητής, χωρίς να γράφει ποιήματα· «είχε την ποίηση μέσα του, σε ό,τι έκανε, από παιδί» είπε κάποτε η Έλλη… «Είχα πάει στο Πόρτο Γερμενό ν’ ακούσω ένα αηδόνι… Το άκουγα όλη τη νύχτα. Ήταν σαν να έζησα όλη μου τη ζωή. Μου φαίνεται πως δεν μου μένει να ζήσω πια τίποτ’ άλλο» είχε πει κάποτε ο Τάκης, όταν ήταν εφτά μονάχα ετών, στη μητέρα του. Ο θάνατός του από φυματίωση, το 1941, τους πρώτους μήνες της Κατοχής, σε ηλικία μόλις 15 ετών, βύθισε την οικογένεια Λούκου στο πένθος· ιδιαίτερα το δίδυμο αντίγραφό του, τη λατρεμένη του Έλλη…
Το επόμενο σπίτι της οικογένειας Λούκου ήταν στην οδό Αχιλλέως, όπου έμειναν μέχρι το 1938, και μετά μετακόμισαν στην οδό Ασκληπιού. Το 1938 η Έλλη μπήκε στο Γυμνάσιο. «…Μισούσε τ’ αρχαία ελληνικά, με τον ίδιο ίσως τρόπο που θα μισούσε και τον Δημήτρη Χορν, όταν θα έπαιζε, μετά από χρόνια, για πρώτη φορά μαζί του, στο Εθνικό Θέατρο. Και στις δύο περιπτώσεις το κλειδί του μυστηρίου ίσως να ’ταν το ίδιο – στην επόμενη φάση παραμόνευε το μεγάλο πάθος…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός.
Το 1941 ένας θείος της Έλλης, ο Τάκης Σταμάτης, πρότεινε στην δεκαπεντάχρονη τότε ανιψιά του την αλλαγή του ονόματός της από Λούκου σε Λαμπέτη. Σημειωτέον ότι «Λαμπέτη» έλεγαν έναν από τους ήρωες του «Αστραπόγιαννου» του Βαλαωρίτη. Η Έλλη είχε αρνηθεί πεισματικά: «Θα ’ναι σαν να κλέβω τον Βαλαωρίτη!».Όμως, ο θείος επέμεινε: «Δεν κλέβεις κανέναν. Απλώς το “Λαμπέτη” είναι πιο θεατρικό απ’ το “Λούκου”. Το βλέπεις και μόνη σου!».
Εκείνη τη χρονιά, η καριέρα της νεαρής Έλλης ξεκίνησε με δύο παταγώδεις αποτυχίες. Η πρώτη ήταν στις 25 Σεπτεμβρίου, όταν την απέρριψαν παμψηφεί στη δραματική σχολή του Εθνικού. Η δεύτερη απόρριψή της έγινε στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου είχε πάει με τη μαθητική της τσάντα στο χέρι, έχοντας κάνει σκασιαρχείο από το Πέμπτο Γυμνάσιο όπου φοιτούσε. Απήγγειλε τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη. «Δεν τα λέει!» ήταν η λακωνική ετυμηγορία της επιτροπής, μέλος της οποίας ήταν και ο νεαρός ζεν πρεμιέ της εποχής, ο Δημήτρης Χορν. Όμως, ο Σπύρος Μελάς, φίλος του θείου της Έλλης, έπεισε την Κοτοπούλη να αναστείλει την «καταδίκη» της μικρής Έλλης με το επιχείρημα: «Τί διάβολο! Δεν χάθηκε ο κόσμος με μια κομπάρσα παραπάνω». Η Έλλη, επιστρέφοντας στην οδό Ασκληπιού, ανακοίνωσε: «Η Κοτοπούλη με πήρε στη σχολή της!... Θα γίνω ηθοποιός». Έτσι, εκείνο τον δύσκολο χειμώνα του ’41, η Έλλη μοιραζόταν τη μέρα της ανάμεσα στο Πέμπτο Γυμνάσιο και στα μαθήματα της Κοτοπούλη. Η απαγγελία των πρώτων στίχων της «Αντιγόνης» από την μικρή Έλλη καθήλωσε την μεγάλη θεατρίνα… «Μπράβο, πουλάκι μου!»…
Το 1942, έναν χρόνο μετά την απόρριψή της από την Κοτοπούλη, η Έλλη Λαμπέτη πήρε από την ίδια, τη μεγάλη θεατρίνα, το χρίσμα της πρωταγωνίστριας στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν.
Την άνοιξη του 1943, λίγους μήνες μετά το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στο Θέατρο, η Έλλη γνώρισε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς τον Θ. Σ., έναν πλούσιο Έλληνα που ζούσε ως το 1940 στο Παρίσι, παντρεμένο με μια Γαλλίδα, και που αποκλείστηκε με τον πόλεμο στην Ελλάδα. «Μου τον σύστησε ο αδερφός μου ο Τάσος…»θα πει η ίδια. Και ο Φρέντυ Γερμανός γράφει: «… Η Έλλη… νιώθει με το πρώτο βλέμμα μια ηλεκτρική εκκένωση. “Ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ’ταν κάτι σαν μάγος”, θα πει ύστερα από χρόνια ο Μιχάλης Κακογιάννης, ένας από τους ελάχιστους γνώστες αυτής της ιστορίας. Ο μάγος γοητεύει την Έλλη με τον ίδιο τρόπο που ο βόας υπνωτίζει το θήραμά του κι ύστερα το καταπίνει… Ο βόας θα καταπιεί την Έλλη και θα την κρατήσει μέσα στον πεπτικό του σωλήνα για ενάμιση τουλάχιστον χρόνο. Είναι ο μόνος τρόπος να εξηγηθεί αυτή η απότομη έκλειψη του λαμπερού άστρου την ώρα που ξεκινάει την πτήση του στο θεατρικό στερέωμα του 1943… Η Αθήνα περιμένει την αστραπή, αλλά… έρχεται η εξαφάνιση… Τις πρώτες μέρες η Κοτοπούλη δεν δίνει σημασία – ύστερα κυριεύεται από πανικό. “Πού είναι η Λαμπέτη;” φωνάζει άγρια. “Φέρτε μού την απ’ το σπίτι της!”. Με το ερωτικό της ένστικτο μαντεύει ότι μόνο κάτι πολύ δυνατό και πολύ μεγάλο μπορεί να κρατήσει μιά θεατρίνα σαν την Έλλη μακριά απ’ το σανίδι. Ούτε όμως στο σπίτι ξέρουν – η Λαμπέτη έχει χαθεί από παντού. “Όταν εγώ ερωτεύομαι, το θερμόμετρο χτυπάει τους σαράντα δύο βαθμούς”. Μόνο που αυτή τη φορά χάνεται και το θερμόμετρο! Η πίεση του υδράργυρου σπάει τον γυάλινο σωλήνα, σκορπάει στο χάος θεατρικά όνειρα και κάνει άνω κάτω την οδό Ασκληπιού. Το θηρίο ξύπνησε. Θα ξαναγυρίσει βέβαια στο σπίτι της και κάποια στιγμή θα συστήσει τον Θ. Σ. στους δικούς της. Θα τον πάει ακόμα και στα Βίλλια – τώρα που γεννήθηκε το μεγάλο πάθος, δεν λογαριάζει τίποτε. “Ήμουν ένα παιδί και μέσα σε λίγες μέρες έγινα γυναίκα”… Δεν μπορεί όμως, ακόμα και τώρα που είναι γυναίκα, να πείσει τους δικούς της ότι ο άντρας αυτός θα την κάνει ευτυχισμένη. Η οδός Ασκληπιού έχει παγώσει…».
Ο Θ. Σ. προσπάθησε να «ξεριζώσει» την Έλλη από το θεατρικό σανίδι, προτείνοντάς της να γίνει ζωγράφος. Προσπάθησε να την μυήσει στον Μπετόβεν, της διάβαζε Νίτσε, της απήγγελλε Ταγκόρ, που ήταν ο αγαπημένος του ποιητής (Η νεραϊδένια κυρά / των Ονείρων / έρχεται σε σένα πετώντας / απ’ το Μισόφωτο Ουρανό…). Στο τέλος του 1943, τύπωσε την πρώτη (και μάλλον τελευταία) ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ατέρμων πορεία προς τον ήλιο». Ο Θ. Σ. έμεινε ως το τέλος ένας άλυτος γρίφος, που ούτε και η ίδια η Λαμπέτη μπόρεσε να λύσει ποτέ. «Μου χάρισε τον Παράδεισο – αυτό έχει σημασία!» είπε μετά από σαράντα χρόνια, λίγο πριν τον θάνατό της… «Ήταν μια παθιασμένη ιστορία. Ζούσαν στον δικό τους κόσμο, έκαναν έρωτα στα χωράφια, δεν λογάριαζαν τίποτε. Η Έλλη ήταν ένα πολύ ερωτικό πλάσμα – όταν τα διηγόταν όλα αυτά, τους έδινε μια ποιητική διάσταση. Ήταν σαν ν’ άκουγες ένα γοητευτικό παραμύθι» είπε κάποτε ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνηςκατά το διάστημα 1946 – 1948, καθιέρωσε την Έλλη Λαμπέτη ως μία εξαιρετική ηθοποιό, οι ερμηνείες της οποίας καθήλωναν κυριολεκτικά το κοινό (Γυάλινος Κόσμος, Αντιγόνη, Ο γάμος της Μπάρμπαρα, Το φιόρο του Λεβάντε, Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Ζωή με τον πατέρα, Ο ανακριτής έρχεται, Ο Ματωμένος Γάμος).
Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον Θίασο της Κατερίνας [1948 – 1949] (Ο Απόλλων του Μπελάκ, Χρυσή μου Ρουθ, Φθινοπωρινή Παλίρροια, Οι τρομεροί εραστέςκαι με το Εθνικό Θέατρο (Ο κουρέας της Σεβίλλης, Οι Φοιτητές), και από το 1949 ανήκε στον Θίασο του Κώστα Μουσούρη (Η κληρονόμος, Η ανθρώπινη φωνή, Λίλιομ, Ένας αξιοθαύμαστος υπηρέτης, Πεγκ, καρδούλα μου, Χαμένοι στο σκοτάδι, Το κουρέλι).
Το καλοκαίρι του 1949, η Έλλη Λαμπέτη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο και συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο, έζησαν έναν δυνατό έρωτα, που δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες… Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει χαρακτηριστικά: «…Κάθε βράδυ διασχίζουν το πάρκο ανάμεσα στους ερωτικούς αναστεναγμούς και στα ξερόκλαδα που τρίζουν πίσω απ’ τους θάμνους. Στα 1949 το Πεδίον του Άρεως είναι ο Παράδεισος των άστεγων εραστών – γκαρσονιέρες έχουν μόνο οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι! Ο Αλεξανδράκης βέβαια δεν μπορεί να πιστέψει ότι, πριν καλά καλά βγάλει τη δραματική σχολή, έχει αρχίσει να βγαίνει με τη διάσημη πια Έλλη Λαμπέτη. “Έστω και φιλικά βέβαια”. Κάθε βράδυ κουβέντιαζαν για ένα σωρό πράματα – απ’ το ελληνικό θέατρο ως τον εμφύλιο πόλεμο… Ήταν κι οι δυό τους αριστεροί – αυτό ήταν ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσά τους. Ύστερα ένα βράδυ τού λέει αναπάντεχα: “Είμαι πολύ γριά για σένα – το ξέρεις; Σε περνάω δύο ολόκληρα χρόνια”. Το δεύτερο ημίχρονο αρχίζει, ο διαιτητής έχει βγάλει κιόλας τη σφυρίχτρα του. Το άλλο βράδυ θα τους καταπιούν οι θάμνοι του πάρκου…».
Τον Αύγουστο του 1950, η Έλλη Λαμπέτη παντρεύτηκε τον Μάριο Πλωρίτη στον Αϊ – Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη. Στην αρχή έμεναν στην οδό Ασκληπιού, μαζί με την οικογένεια της Έλλης. Ήταν, στ’ αλήθεια τόσο γλυκό εκείνο το καλοκαίρι στην οδό Ασκληπιού κι έπειτα στο Πόρτο Γερμενό, όπως και στη Ρόδο, όπου έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους. Ο Μάριος φωτογράφιζε συνεχώς την αγαπημένη του… «Το βλέμμα του ερωτευμένου φωτογράφου αποτυπώνει όλη τη μυστηριακή λάμψη που εκπέμπει αυτό το πλάσμα, ακόμα και στις πιο καθημερινές του ώρες. Μπορεί ο Πλωρίτης να μην έγινε σκηνοθέτης…, αλλά να που βρήκε τώρα τον τρόπο να βγάλει τον μικρό Φελλίνι που κρύβει μέσα του, με μια ερασιτεχνική μηχανή. Ποτέ άλλοτε η Λαμπέτη δεν φωτογραφήθηκε έτσι. Ο στοχαστικός λόγιος είναι ένας ποιητής του φακού. Θα μπορούσε να ήταν κι ένας ευτυχισμένος γάμος – ίσως…» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός.
Το 1952, συγκροτήθηκε ο Θίασος Λαμπέτη – Παππά – Χορν, ο οποίος ανέβασε εκπληκτικές παραστάσεις (Βαθειά, γαλάζια θάλασσα, Ξενοδοχείο η Ευτυχία, Νόρα – το σπίτι της κούκλας, Αγαπούλα, Τρεις άγγελοι, Γαλάζιο φεγγάρι, Ο άνθρωπος με την ομπρέλα).
Ο γάμος της Έλλης με τον Μάριο Πλωρίτη, ο οποίος παρέμεινε παντοτινός φίλος της και στάθηκε κοντά της μέχρι το τέλος της ζωής της, ήταν άτυχος, αφού χώρισαν το 1953, όταν η μεγάλη ηθοποιός συνδέθηκε – με μιά θυελλώδη ερωτική σχέση – με τον Δημήτρη Χορν. Την άνοιξη του 1953, ο Θίασος Λαμπέτη – Παππά – Χορν θα πήγαινε στην Αίγυπτο, για να γυρίσουν το «Κυριακάτικο ξύπνημα», την πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, τα εξωτερικά γυρίσματα της οποίας είχαν ήδη γίνει στην Αθήνα. «Η Έλλη ξέρει τώρα πια καλά ότι το ταξίδι αυτό μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή της… Τα λέει μια μέρα όλα στον Πλωρίτη. “Του είπα ότι είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον Χορν. Το ίδιο κι εκείνος εμένα. Μπαίναμε σε μιά επικίνδυνη ιστορία. Του ζήτησα να έρθει μαζί μας στο Κάιρο”. Στο βάθος βέβαια ούτε κι η ίδια ξέρει τί του ζητάει εκείνη την ώρα. Να πάει στην Αίγυπτο να κάνει τί; Να τρέχει από πίσω τους σαν λαχανιασμένος πυροσβέστης για να σβήσει τη φωτιά πριν κάψει τις πυραμίδες; Ο Πλωρίτης σίγουρα δεν είναι ο άντρας που θ’ αποδεχτεί αυτό τον ρόλο… Το πρόβλημα βέβαια δεν λύνεται – αν μπορούσε να λυθεί έτσι απλά, ο Ίψεν δεν θα ’χε εφεύρει τα τρίγωνά του. Ο Πλωρίτης μένει στην οδό Λυκαβηττού – η Έλλη φεύγει με τους άλλους για την Αίγυπτο. Η μάχη των πυραμίδων αρχίζει. Στο Κάιρο γεννιέται το πρόβλημα της διαμονής. Ο Χορν κι η Λαμπέτη προτιμούν το “Μέννα Χάουζ”, ένα ξενοδοχείο στην έρημο που βλέπει στις πυραμίδες… Μπορεί να κοιμήθηκαν μαζί το πρώτο κιόλας βράδυ στο “Μέννα Χάουζ”, που το κόκκινο ξύλο του αναδίδει έναν έντονο αισθησιασμό, ή μπορεί ακόμα να ξενύχτησαν στην άμμο, κάτω απ’ το αιγυπτιακό φεγγάρι, χωρίς να κάνουν τίποτε… Θα πρέπει να ήταν το πιο ερωτικό καλοκαίρι της ζωής τους… Γυρίζουν στην Αθήνα… Ο Πλωρίτης λείπει στη Θεσσαλονίκη – τί νόημα θα ’χε να την περιμένει εκεί για να κηδέψουν τον γάμο τους; Γεμίζει κι εκείνη τις βαλίτσες της. Ο Χορν έχει νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Λυκείου. “Χωρίζω με τον Μάριο”, αναγγέλλει στις αδερφές της, που δεν φαίνονται να ξαφνιάζονται ιδιαίτερα. “Θα μείνω μαζί με τον Χορν”. Και μετά: “Αγαπιόμαστε”. Φεύγει για την καινούργια της ζωή παίρνοντας μαζί το χαμόγελο μιάς οικογένειας που έχει καταλάβει πια ότι αυτό το άτακτο τροπικό πουλί δεν μπορεί να μείνει για πολύ καιρό στην ίδια φωλιά – τα ανήσυχα φτερά αποζητάνε όλο και πιο μεγάλα ύψη. Ο Χορν την περίμενε έξω απ’ το σπίτι της οδού Λυκείου φορώντας ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα τσαλακωμένο παντελόνι που μόλις το ’χε βγάλει απ’ τη βαλίτσα. “Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ”, λέει. Η Έλλη κοιτάζει τρυφερά τον άντρα που θα μοιραζόταν μαζί της τον μεγάλο έρωτα…» γράφει μ’ αυτή τη μοναδική γραφή του ο Φρέντυ Γερμανός.
Μετά το «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1953), η Λαμπέτη και ο Χορν θα συμπρωταγωνιστήσουν στην «Κάλπικη λίρα» (1954) και δυό χρόνια μετά στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956).
Από το 1956 η μεγάλη ηθοποιός συμπρωταγωνιστούσε με τον Δημήτρη Χορν (στον Θίασο Λαμπέτη – Χορν) σε περίφημα έργα του κλασσικού ρεπερτορίου (Αριστοκρατικός δρόμος, Βροχοποιός, Ζιζή, Το νυφικό κρεβάτι, Ένα ζευγάρι παπούτσια, Το παιχνίδι της μοναξιάς, Ο Βαβάς, Η κυρία με τις καμέλιες, Εραστής από χαρτόνι). Όπως είναι, επίσης, γνωστό, το «μυθικό» αυτό ζευγάρι – Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν – περιόδευσε στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο.
Τον Απρίλιο του 1959, η Λαμπέτη έχοντας πια απομακρυνθεί από τον Χορν, ταξίδεψε στην Αμερική, για να παντρευτεί τον συγγραφέα Φρεντ Γουέηκμαν, τον άντρα που ίσως την αγάπησε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους… «Είχαμε κάνει όλους τους ωκεανούς δικούς μας» ομολογούσε αργότερα η Έλλη. Η αλήθεια είναι ότι έζησαν έναν πολύ ποιητικό μήνα του μέλιτος, που κράτησε πενήντα ολόκληρες μέρες, στις Βερμούδες, στο Τρινιντάντ, στη Χαβάη και στις Μπαχάμες. Όμως, η Έλλη δεν ήταν από τις γυναίκες εκείνες που γοητεύονται από τη μεγάλη ζωή. Αυτό το ήξερε πολύ καλά ο Χορν, όχι όμως και ο Γουέηκμαν, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να την αποσπάσει από το θέατρο και γενικότερα από την Ελλάδα. Ναι! «Ένα καταπληκτικό σπίτι… Είχε τρία πατώματα και πέντε κηπουρούς. Πελώρια δωμάτια, πελώριες πισίνες, πελώριες σκάλες. Όλα πελώρια…» παραδεχόταν αργότερα η Έλλη. Όμως, έλειπε ο πελώριος έρωτας… Της είχε άραγε περάσει ή μήπως δεν τον είχε νοιώσει ποτέ για τον Φρεντ; «Απ’ τον πρώτο χρόνο κιόλας κατάλαβα ότι ο γάμος αυτός ήταν ένα πελώριο λάθος» είπε μετά από καιρό η Έλλη. Έτσι, το 1961, επέστρεψε στην Ελλάδα, κυρίως για να ξαναπαίξει θέατρο, με τον δικό της πια Θίασο (Το θαύμα της Άννυ Σάλλιβαν, Πεγκ, καρδούλα μου, Η μικρή μας πόλη, Ανοιξιάτικο τραγούδι, Οντίν, Η κληρονόμος, Σαμπρίνα, Ξυπόλητη στο πάρκο, Λεωφορείο Πόθος, Αγία Ιωάννα, Μαμζέλ Πέπσυ, Θυμήσου τον Σεπτέμβρη, Σαράντα καράτια, Φράνκυ, Το άνθος του κάκτου, Ο λογαριασμός, Γλυκιά Ίρμα, Φιλουμένα… κ.ά.).
Η Έλλη Λαμπέτη και ο Φρεντ Γουέηκμαν, έχοντας ήδη πολλά προβλήματα και βρισκόμενοι επί αρκετά χρόνια σε διάσταση, χώρισαν οριστικά το 1978.
Ένας ακόμη μεγάλος σταθμός στη ζωή της Έλλης υπήρξε η γνωριμία της με τον νεαρό τότε ηθοποιό Κώστα Καρρά, με τον οποίο έπαιξαν μαζί, το 1967, στο έργο «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη». Γι’ άλλη μιά φορά, η Έλλη – στο πλευρό του Κώστα – ονειρευόταν τον γάμο και την οικογένεια. Όμως, το νεαρό της ηλικίας του αγαπημένου της και – κυρίως – το ότι ήταν παντρεμένος (γεγονός που πληροφορήθηκε από τη νεαρή φίλη της Βέρα Κρούσκα, η οποία εκείνο το διάστημα έκανε τα πρώτα της θεατρικά βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη) γκρέμισαν γι’ άλλη μιά φορά τα όνειρα και τις προσδοκίες της Έλλης…
Το 1968, ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του στη ζωή της Λαμπέτη. «Τη χτυπάει την άνοιξη – γράφει ο Φρέντυ Γερμανός – δηλαδή την εποχή που οι πεταλούδες πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι πιο ανέμελες από ποτέ… Η Λαμπέτη υπέστη γαστρορραγία θα είναι η επίσημη εκδοχή που θα γράψουν το άλλο πρωί οι εφημερίδες, αλλά την ίδια ώρα η Έλλη… κάνει μαστεκτομή στον “Ευαγγελισμό”…».
Η προσπάθεια υιοθεσίας της μικρής Ελίζας, από κοινού με τον Γουέηκμαν, δημιούργησε πλείστα και δυσεπίλυτα προβλήματα στην ήδη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά ταλαιπωρημένη Έλλη. Στις 11 Μαρτίου του 1975 οι εφημερίδες ανήγγειλαν: Η Λαμπέτη εγκαταλείπει τη μάχη της για το παιδί. Και η ίδια δήλωνε: «Δεν θέλω να τιμωρηθούν ο πατέρας του κι η μάνα του παιδιού επειδή το πήραν όπως το πήραν. Είναι οι φυσικοί του γονείς. Αφού το θέλουν, τί νόημα θα είχε να τους κυνηγήσω με τον Νόμο;». Γενναία και περήφανα λόγια…
Το 1980, ο καρκίνος, κάνοντας την επανεμφάνισή του, ύστερ’ από 11 ολόκληρα χρόνια, δημιουργούσε συνεχείς μεταστάσεις στην Έλλη, οι οποίες έπληξαν τις φωνητικές της χορδές – κάτι ιδιαίτερα σπάνιο –, με αποτέλεσμα να χάσει σταδιακά τη φωνή της.
Η τελευταία της παράσταση στην Αθήνα ήταν «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου η Αγαπημένη Ηθοποιός υποδύθηκε τον ρόλο της κωφάλαλης Σάρα. Το έργο ανέβηκε τον Μάρτιο του 1981 και συνεχίστηκε και τον επόμενο χειμώνα. «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που πέρασε ποτέ απ’ το ελληνικό θέατρο – από κάθε ίσως θέατρο» της είπε ο Μάνος Χατζιδάκις…
Οι δεκαοχτώ μήνες που μεσολάβησαν από τον Φεβρουάριο του 1982, που η Λαμπέτη ξαναπήγε στη Νέα Υόρκη, μέχρι τον μοιραίο Σεπτέμβριο του 1983…, ήταν ένα ατελείωτο «πήγαιν’ – έλα» ανάμεσα σε νοσοκομεία της Ελλάδας και της Αμερικής...
Οι τελευταίες μέρες της Λατρεμένης μας Έλλης Λαμπέτη, μέσα στο «Όρος Σινά» της Νέας Υόρκης, καταγράφονται μοναδικά από τον Φρέντυ Γερμανό στον συναρπαστικό επίλογο του πραγματικά υπέροχου βιβλίου του «Έλλη Λαμπέτη».
«Στις 31 Αυγούστου θα ψιθυρίσει:
“Αργώ πολύ να πεθάνω”.
Και λίγες ώρες αργότερα θα πει στην Αντιγόνη, που σκύβει πάνω απ’ το μαξιλάρι της:
“Ένα τριαντάφυλλο. Μόνο ένα τριαντάφυλλο”.
Αυτό θέλει στην κηδεία της – μονάχα ένα τριαντάφυλλο. Τρέμει στην εικόνα του σώου που μαντεύει ότι θ’ ακολουθήσει με τους θεατρικούς κοπετούς και τα δακρυσμένα γκρο πλαν στις ειδήσεις των εννέα.
Την επόμενη μέρα, 1η Σεπτεμβρίου του 1983, ανοίγει πάλι τα μάτια της και ρωτάει την Αντιγόνη:
“Πού είναι το τριαντάφυλλο;
Νομίζει ότι πέθανε κιόλας. Όχι, δεν είναι τόσο τυχερή – έχει ακόμα μπροστά της δεκαεφτάμισι ώρες ζωής. Πέφτει σε κώμα και τα μεσάνυχτα ανοίγει πάλι τα μάτια της. Η αδερφή της, που λαγοκοιμάται σε μιά πολυθρόνα δίπλα, τσακισμένη απ’ τις απανωτές αγρύπνιες, την ακούει να ψιθυρίζει:
“Μαμά…”
Είναι τα τελευταία λόγια της Έλλης Λαμπέτη και μ’ αυτά στέλνει βέβαια ένα μήνυμα στη μάνα της, όπως τη θυμάται απ’ τα Βίλλια του ’30. “Σ’ έναν ανθισμένο κήπο μεγάλο όσο ο κόσμος”. Από εκεί έφυγε κι εκεί ξαναγυρνάει, τώρα που δεν την κρατάει πια τίποτε στη Νέα Υόρκη, αυτή την πόλη του θανάτου.
Θα πρέπει να έχει αρχίσει κιόλας να ταξιδεύει, πετώντας πάνω απ’ τους ουρανοξύστες.
“Δόξα τω Θεώ πια είμαι ελεύθερη!”
Δεν έχει σημασία η επίσημη ώρα του τέλους. Η Έλλη, βιαστική όπως ήταν πάντα στη ζωή, δεν θα κάτσει σίγουρα να περιμένει τον ιατροδικαστή. Τα χαράματα θα πετάει πάνω απ’ τον Ατλαντικό κι όταν ο γιατρός πιστοποιήσει την άλλη μέρα στις 7.28 το πρωί τον θάνατό της, εκείνη θα είναι κιόλας στα Βίλλια.
Είναι όλοι μαζεμένοι εκεί και την περιμένουν. Δεν λείπει ούτε ο παππούς της, ο βιβλικός γέροντας που την έβαζε να του διαβάζει Παπαδιαμάντη.
Πώς μεγάλωσες, κοριτσάκι μου, της λέει.
Κι ύστερα, κάπως εμπιστευτικά:
Μου είπαν ότι έγινες μια μεγάλη θεατρίνα – είναι αλήθεια;
Είναι όλοι εκεί. Η μάνα της, ο πατέρας της, οι αδερφές της – φρέσκιες και γελαστές όπως ήταν στ’ ανθισμένα χρόνια της νιότης τους. Τί κατάφερε τελικά αυτός ο ηλίθιος καρκίνος; Μόνο να την κάνει να σπαράζει στο κλάμα κάθε φορά που τις έχανε!
Τί αλλόκοτη μέρα. Είναι 2 Σεπτεμβρίου κι η Αθήνα περιμένει δακρυσμένη το φέρετρο της Λαμπέτη απ’ την Αμερική, αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει να υποδέχεται γελαστούς καλεσμένους. Να κι η Κοτοπούλη – πώς μπορούσε να λείπει απ’ το καλωσόρισμά της;
Καρδούλα μου!
Η μεγάλη ντίβα τής κλείνει πονηρά το μάτι:
Σ’ το ’χα πει το ’43 – θυμάσαι; “Μιά μέρα θα γίνεις η πιο μεγάλη απ’ όλες μας”.
Τα αγαπημένα πρόσωπα μιας ζωής. Κι όλο και γεμίζει ο κήπος από αναπάντεχους φίλους: ο Λόρκα του Ματωμένου γάμου, ο Ανούιγ της Αντιγόνης, ο Θόρντον Ουάιλντερ της Μικρής μας πόλης. Όλοι σκύβουν να της φιλήσουν το χέρι. Ύστερα ένα παλιό αμάξι σταματάει έξω απ’ τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα και κατεβαίνει ένας σοβαρός κύριος με χρυσά γυαλάκια.
Καλώς ήρθατε στα Βίλλια, κύριε Τσέχωφ.
Μια ουράνια σύναξη.
Η Έλλη Λαμπέτη σκουπίζει χωρίς να το θέλει τα μάτια της.
Χριστέ μου, τί ωραίο πράμα είναι να ζεις…».

*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
από: Palmografos.com - Έλλη Λαμπέτη. Σαν σήμερα… - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*