Νίκος Κοεμτζής: «Η τύχη μού έπαιξε άσχημα παιχνίδια»
«E» 26/9/2011
«Δεν γνώριζα τα θύματα και εγκλημάτησα παρά τη θέλησή μου» γράφει για
τη νύχτα που έβαψε τα χέρια του με αίμα. «Εζησα πείνα, παγωνιά και
απελπισία. Πάλεψα σκληρά για να κρατηθώ άνθρωπος καλός»
Ο Νίκος Κοεμτζής μιλούσε συχνά για τις «παγίδες» και τα «δίχτυα» της ζωής και της κοινωνίας, για το «συμφέρον», την «εκμετάλλευση» και τους «αφεντάδες, που νόμος δεν τους έπιασε γιατί είχανε παράδες»...
Πριν από 38 χρόνια, με ένα μαχαίρι, έγραψε τη δική του ιστορία στα εγκληματολογικά χρονικά και έκλεισε το τελευταίο κεφάλαιο την περασμένη Παρασκευή, στο Μοναστηράκι, όπου ξεψύχησε, όρθιος, στα 73 του, στο πόστο που του είχε παραχωρήσει ο Δήμος για να πουλάει την αυτοβιογραφία του, το «Μακρύ ζεϊμπέκικο», όπως την τιτλοφορούσε. Πολλά χρόνια πριν από την έκδοση του βιβλίου του είχε επιχειρήσει μια μικρή περίληψη της ζωής του, σαν κατάθεση ψυχής, απευθυνόμενος στους δικαστές που επρόκειτο τότε να κρίνουν μία από τις πολλές αιτήσεις αποφυλάκισής του. Η Δικαιοσύνη «άκουσε» την επίκληση επιείκειας και ανθρωπιάς του Νίκου Κοεμτζή και τον αποφυλάκισε το 1996, αφού είχε καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια.
Μέσα από το χειρόγραφό του, με την ιδιότυπη ορθογραφία, αποσπάσματα από το οποίο παραθέτουμε, ο Νίκος Κοεμτζής «μιλάει» από καρδιάς: «... γράμματα δεν μπόρεσα να μάθω, δεν με αφήσανε οι καταστάσεις της Κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο κυριότερος όμως παράγων για την αμάθειά μου ήταν η μεγάλη φτώχεια, γιατί από μικρός έπεσα στα δυσκολοδιάβατα μονοπάτια της ζωής και πολλά υπέφερα, μέχρι που έφτασα στη θέση αυτή που βρίσκομαι σήμερα».
Για τον πατέρα του
«Γνήσιο πατριώτη και φανατικό θερμόαιμο υποστηριχτή της λευτεριάς και της δημοκρατίας» χαρακτηρίζει τον πατέρα του, που ως αντάρτης «είχε το ψευδώνυμο Κεραυνός», αλλά «το 1946 κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και φυλακίστηκε».
«Οσο για μένα, γράφει ο Κοεμτζής, η τύχη μου το θέλησε να γεννηθώ με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και άρχισε από τα πρώτα βήματα της ζωής μου να μου παίζει δύσκολα, τραγικά κι άσχημα παιχνίδια, που μείνανε στη μνήμη μου, εφιαλτικές εικόνες. ...Εζησα και γνώρισα την πείνα, παγωνιά, πίκρα, κλάμα και απελπισία, που φώλιασαν μέσα μου... Πάλεψα σκληρά να κρατηθώ άνθρωπος καλός, να είμαι χρήσιμος πολίτης στην κοινωνία, στην οικογένειά μου και στον εαυτό μου».
«Εγκλημάτησα παρά τη θέλησή μου και παραβίασα τον νόμο» γράφει για τη νύχτα που έβαψε τα χέρια του με αίμα.
«Δεν γνώριζα τα θύματα και ούτε κουβέντες μου 'παν. Οι σπαραγμοί του αδελφού μου, μέσα στο μυαλό μου μπήκαν. Γνωρίζω και ξέρω πολύ καλά πώς μεγαλώνει ένα παιδί.
Με ξενύχτια, στερήσεις και καρδιοχτύπια, τον αδελφό μου τον μεγάλωσα στην αγκαλιά μου. Μάσαγα μια μπουκιά ψωμί, την έβαζα στο μαντιλάκι με έναν κόκκο ζάχαρη και του το έβαζα στο στόμα του για μπιμπερό. Γάλα δεν είχαμε. Στερούμαστε και το ψωμί ακόμα, είχαμε μεγάλη φτώχεια».
«Θόλωσε το μυαλό μου και ο στοχασμός χάθηκε»
Μετανιωμένος ο Ν. Κοεμτζής έγραφε:
Λυπούμαι και θλίβομαι για τα τρία παληκάρια που χάσανε τη ζωή τους απ΄ το δικό μου χέρι. Αντάρα έπεσε στο νού μου. Θόλωσε το μυαλό μου κι ο στοχασμός χάθηκε. Μόνον ξύλο θυμόταν το κορμί μου και αδικίες που είχα δει. Γιατί όσες φορές ζήτησα ένα χέρι βοηθείας να πιαστώ, μου δίνανε μία πατητή, να με βυθίσουνε πιο πολύ στη λάσπη της σκάρτης κοινωνίας.
Κι εγώ προβληματίστηκα πολλές φορές και δεν μπορώ να καταλάβω πώς πιάστηκα στα δίχτυα και σκόρπισα το θάνατο, σε ανθρώπους που ούτε καν τους γνώριζα. Και λέω μήπως ήτανε γραφτό στο ριζικό μου, με τη Δικτατορία του Μεταξά να γεννηθώ και με τη δεύτερη Δικτατορία του Παπαδόπουλου να καταστραφώ».
Μαρτυρικά, όπως περιγράφει, έζησε στις φυλακές:
«...στην Κέρκυρα... δέχτηκα όλες τις παράλογες και εξευτελιστικές ταπεινώσεις, που υποβαθμίζουνε τον πολιτισμό και το ανθρώπινο γένος... ούτε ως μελλοθάνατο με έχουν σεβαστεί. Κι ας περίμενα μέρα και νύχτα να με εκτελέσουν ζωντανό. Aβάσταχτο μαρτύριο ήτανε για μένα αυτή η αναμονή...
ΜΑΙΡΗ ΜΠΕΝΕΑ
mbenea@pegasus.gr
Σε πρώτο πρόσωπο
Γράφει η Μαίρη Μπενέα
«Ενα τσαμπί σταφύλι...»
Γνώρισα τον Νίκο Κοεμτζή τον Νοέμβριο του 1991, σε μία αίθουσα των δικαστηρίων της Ευελπίδων.
Ηταν η πρώτη φορά ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια που αντίκριζε το φως του ήλιου, εκτός φυλακής. Σιδηροδέσμιος ήρθε φυσικά τότε και στο δικαστήριο.
Είχε αρχίσει, ωστόσο, να γλυκοχαράζει μέσα του η ελπίδα για ελευθερία, αφού μόλις είχε ψηφιστεί νόμος που έδινε δικαίωμα σε παλιούς ισοβίτες να δικαστούν σε δεύτερο βαθμό - κάτι που είχε απαγορεύσει η χούντα. Μιλήσαμε πολύ, όμως τρεις λέξεις του έμειναν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου.
Στην κλασική προς βαρυποινίτες ερώτηση: «Τι σου έλειψε τόσα χρόνια μέσα στη φυλακή, τι επιθύμησες περισσότερο;».
Το πρόσωπό του έλαμψε σαν να σκεφτόταν ό,τι πιο αγαπημένο και απάντησε με αναστεναγμό:
«Ενα τσαμπί σταφύλι. Ενα τσαμπί σταφύλι, βρε παιδί μου...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου