Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Είχα πάρει τηλέφωνο τον Τέλλο



Είχα πάρει τηλέφωνο τον Τέλλο
Είσαι καλά, του λέω,
Ή να βάλω τις φωνές;

«Άσε», μου λέει, «δεν είναι του παρόντος».
Όταν έκλεισα, τότε ήταν που θυμήθηκα
ότι ήδη είχε περάσει καιρός
από την ημέρα
που μας είχε αφήσει χρόνους.

Θεσσαλονίκη Μουσική & στίχοι: Γιώργος Σταυριανός Τραγούδι: Παντελής Θεοχαρίδης Δίσκος: Πού να τελειώνει η θάλασσα (2000) Είσαι ένα μπλε μυστικό στον εξώστη της νύχτας είσαι ένα ξόρκι κρυφό της γριάς χαρτορίχτρας δε σε ξεχνώ Είσαι μια πόρτα ανοιχτή στου πελάγου την άκρη μια μαγεμένη στιγμή που μας κλέβει ένα δάκρυ πώς σ' αγαπώ Θεσσαλονίκη, μικρό πουπουλένιο παλτό Είσαι ένα κάστρο ψηλό που χαϊδεύει τα ουράνια είσαι ένα γλέντι ζεστό στων ονείρων τα χάνια δε σε ξεχνώ Είσαι η ανάσα της γης ένα βράδυ τ' Απρίλη είσαι οι χιλιάδες γνωστοί μα κι οι άγνωστοι φίλοι θα σ' αγαπώ Θεσσαλονίκη, μικρό πουπουλένιο παλτό Posted by Vicky Papaprodromou at 12:35 π.μ.

Papadopoulos Kostoglou sthn PrigipessaΚώστας Παπαδόπουλος & Μάριος Κώστογλου: Τρίτη 12 Φεβρουαρίου, «Πριγκηπέσσα» (Θεσσαλονίκη) Ο Κώστας Παπαδόπουλος (σόλο μπουζούκι) και ο Μάριος Κώστογλου (κιθάρα, τραγούδι) εμφανίζονται την Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013 στη μουσική σκηνή «Πριγκηπέσσα» στη Θεσσαλονίκη. Θ' ακούσουμε πολλά από τα καλύτερα τραγούδια του 20ού αιώνα έτσι όπως τα πρωτόπαιξαν ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο σπουδαίος λαϊκός κιθαρίστας και ερμηνευτής Μάριος Κώστογλου. Ώρα έναρξης: 23:00 Πριγκηπέσσα Φιλικής Εταιρείας 5, Θεσσαλονίκη (περιοχή Λευκού Πύργου, πίσω από τη Λέσχη Αξιωματικών) Τηλ.: 2310 273542 http://www.prigipessa.gr/

Το βαλς Μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης Τραγούδι: Ορφέας Περίδης Δίσκος: Σελοτέιπ (1997) Ο παγωμένος Δούναβης της καρδιάς μου σταμάτησε ξαφνικά να κυλά Τα νερά του δεν πήγαιναν πουθενά κι ό,τι αγάπησα και μ' αγάπησε νόμισα πως χάθηκε στα σκοτεινά και παντοτινά Ώσπου ξανάρθες και μου 'δωσες το χέρι «έλα», προστάζεις «η αγάπη είναι φωτιά» Τη ζωή μού θύμισες και να 'ταν μόνο ετούτο μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού και το βαλς σα βάλσαμο το νοιώθω μες στο αίμα σα κραυγή του θάνατου σα γέλιο ενός μωρού Κι έτσι, αγαπημένη μου, θα μείνω ζωντανός ως το τέλος Δεκέμβρη του '99, μεσάνυχτα ακριβώς να κρατήσω τον όρκο που έχω δεθεί το βαλς που σου υποσχέθηκα και να υπάρχει μόνο αυτή αυτή η στιγμή, η ιερή στιγμή που νοιώθω σαν φλόγα καθώς σε στροβιλίζω ρόδο που καίει φωτίζει όλη τη γη Τη ζωή μού θύμισες και να 'ταν μόνο ετούτο μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού και το βαλς σα βάλσαμο το νιώθω μες στο αίμα σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού Μας λείπεις ήδη, Μανώλη Ρασούλη! Ας σ' αποχαιρετήσουμε με βαριά καρδιά και το δικό σου βαλς σα βάλσαμο τώρα που ήδη έφυγες για το στερνό ταξίδι...

Κατσιμίχα ~ Σχήμα Λόγου

Αντώνης Βαρδής & Κώστας Τριπολίτης, Σχήμα λόγου

Αντώνης Βαρδής & Κώστας Τριπολίτης, Σχήμα λόγου
(τραγούδι: αφοί Κατσιμίχα, Αντώνης Βαρδής, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας & χορωδία /
δίσκος: Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα (1986))
Κοινωνία

Κύριε, συγχώρεσέ με που τόλμησα
να πάρω στα χέρια τον λόγο Σου.
Αφού δεν είμαι έτοιμος να παραδώσω
το αγαπητό σώμα, δεν μπορώ
να κρατήσω στα χέρια το πνεύμα
του σώματος, τα υπερούσια λόγια.
Λόγε, ολόκληρη η ζωή
πληρώνει την αλλαγή
της ουσίας σε λόγον,
τη στιγμή της μεταμόρφωσης.
Κύριε, ελέησόν μου την χαρά
να εγγίσω μόνο, μιλώντας, τον λόγο.
Από τη συλλογή Πορεία (1940) της Ζωής Καρέλλη
Πηγή: Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, τόμος πρώτος (1940-1955)[Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1973]

Ποιητής γυμνός και μετέωρος

Ποιητής γυμνός και μετέωρος



Eίναι καταγεγραμμένος στις δέλτους της Αριστεράς τόσο για την αγωνιστική του δράση (με τίμημα το γνωστό σε πολλούς ομηλίκους του δρομολόγιο: Μούδρος, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης) όσο και για την ουμανιστική (εξωστρεφή και εσωστρεφή) ποίησή του. Εγκαινιάζει την ποιητική του διαδρομή με συντροφικούς στίχους, ποιήματα του στρατοπέδου, πολιτικά, μοραλιστικά, στρατευμένα στον επαναστατικό οραματισμό, όπου διακρίνεται έκτυπη η συγγένεια με τη φιλέταιρη ποίηση του Ρίτσου. Η πρώτη αυτή εσοδεία (Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο), στη συμβολή της πολιτικής και της ποιητικής αγωνίας, φτάνει έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και διατηρεί ένα κλίμα επικής έντασης, ανάτασης και μεγαλόστομης αισιοδοξίας, παρά τα δεινά που περιγράφει.

Το αγωνιστικό φρόνημα συρρικνώνεται, η αποκλιμάκωση της υψηγορίας αρχίζει να γίνεται ορατή ήδη από τη Συμφωνία Ι (1957) και τις Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958) και κορυφώνεται με τους Τελευταίους (1966) και τα ομόχρονα διηγήματα (Το εκκρεμές). Σε τούτη τη δεκαετία, εποχή της απομάγευσης, η «ποίηση της ήττας» ποτίζει και τους στίχους του Λειβαδίτη: πυκνώνουν οι ελεγειακοί τόνοι, πολλαπλασιάζεται ο αυτοκριτικός ή ενδοσκοπικός λόγος, συντελείται ευδιάκριτα το πέρασμα από το «εμείς» στο «εγώ», από τη συλλογική ενοχή στην ατομική ευθύνη και μοναξιά. Η μνήμη προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ήττα, να ανασυντάξει και να εργαλειοποιήσει την κεκτημένη ιστορική γνώση.
Από τον Νυχτερινό επισκέπτη (1972) και εφεξής η εσωτερική αναδίπλωση είναι εξακολουθητική, η αίσθηση της αποστράτευσης (ή και της παραίτησης) από τον κόσμο της απόλυτης βεβαιότητας ομολογημένη, η αναζήτηση του προσωπικού στίγματος έντονη και επώδυνη. Γυμνός και μετέωρος ο ποιητής, συντροφευμένος από τις οικείες σκιές, μετρώντας τις συνολικές απώλειες και τα οικογενειακά πένθη, στήνει έναν ονειρικό κόσμο κυμαινόμενο μεταξύ του βιωματικού λυρισμού και της δραματικής εκφοράς (ενίοτε υπερρεαλιστικής). Διαμορφώνεται πλέον αισθητά το παράδοξο μιας προσωπικής μυθολογίας καμωμένης με τα υλικά της απομύθευσης, στοίχημα μιας δύσκολης συναίρεσης του ιδιωτικού με το δημόσιο. Εχοντας χάσει το καλύτερο χέρι του, παίζει πια βιολί με το άλλο (Βιολί για μονόχειρα, 1976). Αν στα πρώτα αγωνιστικά ποιήματα ο χρόνος προσανατόλιζε σταθερά το παρόν σε ένα υποσχετικό μέλλον, στα μεταγενέστερα στρέφεται εμμονικά στο παρελθόν, επιχειρώντας να το ενσωματώσει στο δυστοπικό τώρα, τείνοντας σε μια παρηγορητική συμβίωση των απολεσθέντων με τα τρέχοντα: «Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες. […] Οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι» (Βιολέτες για μια εποχή, 1985).
Παρά τις ορατές αλλά εφαπτόμενες τομές της, που άλλωστε έχουν επισημάνει οι μελετητές της, η ποίηση του Λειβαδίτη συνιστά ενιαία περιπέτεια. O oμότεχνος Τίτος Πατρίκιος μιλά για «πολλαπλούς κόσμους, διακριτούς και ταυτόχρονα συναρτημένους μεταξύ τους», που ενοποιούνται μέσα στο έργο του Λειβαδίτη δίχως να ισοπεδώνονται. Στην παρούσα μελέτη της, η Ελλη Φιλοκύπρου υιοθετεί επίσης την άποψη ότι οι αλλαγές, όσες επισημαίνονται, στις διαφοροποιημένες ποιητικές φάσεις του έργου, προετοιμάζονται ήδη η μια στο εσωτερικό της άλλης, ξεδιπλώνοντας ενδιάθετες τάσεις.
Λίζυ Τσιριμώκου
ΤΑ ΝΕΑ, 13/04/2013

Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο… (Δημήτρης Δημητριάδης)

Δημήτρης Λάγιος, Τι πάθος
Κατάλογοι. 2 (απόσπασμα)
Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο, εξαγριωμένο απ’ τις δορυώσεις,
κυνηγημένο μέσα στη λάσπη και στα βρεμένα δέντρα,
από χώρα σε χώρα,
μπερδεύοντας τα σύνορα που σα σύρματα μπλέκονται στα πόδια του,
με τα μαλλιά απ’ τον ιδρώτα κολλημένα
στο μέτωπο, στον τράχηλο, στους κροτάφους,
με μια κορυφωμένη πίκρα στο στόμα,
με το αίμα να θέλει να πεταχτεί μέσα από τους διεσταλμένους πόρους,
πεισματικά εμπνευσμένο από την καταδίκη του,
μεταρσιωμένο από τον ίλιγγο της δυστυχίας του,
από τη μέθη του ίδιου του τού αίματος,
βλέποντας εκτυφλωτικά οράματα μέσα στη σκοτεινή περιδίνηση του φόβου του,
με την ακαταμάχητη γονιμότητα της καταδιωγμένης κοιλιάς του,
πάθος ακάλυπτο, ουρλιάζοντας, χωρίς στρώμα, εκτεθειμένο, βρίζοντας,
μέρα νύχτα βρίζοντας, βρίζοντας σαν αφόδευση θεών,
αρπάζοντας και μην τίποτα πιάνοντας,
οργασμένο από τον μαγνητισμό της υπέρβασης των όρων,
πάθος με τη δική του θεολογία
και δικούς του τρόπους εξαϋλώσεων
του χλωράνθιου, του δοξαίσθητου σώματος,
του λατρευτικού, του μυραιώνιου,
που σαλεύει γλυκά και ξιφιαία σαν μάταιος έρωτας
και σαν αίμα της μνήμης σε φλογισμένο κρόταφο, πάθος
που ζει λιμασμένο,
σα δαρμένο σκυλί των τεκέδων, σαν άρρωστη γάτα των μπορντέλων,
εξομοιωμένο με το αβυσσαλέο κενό
που είναι η άλλη όψη της πληρότητας και των ανεξάντλητων εικόνων,
αινιγματικό, άλυτο, απόρθητο, ακατάβλητο, μυστικοπαθές και δημοφάγο,
δοσμένο στο μαρτύριο της ανέγερση του ανείπωτου και του απρόσιτου,
με τα βυζιά του καμένα, τη μήτρα του κλεμμένη, τη γλώσσα φαγωμένη,
όλες τις αισθήσεις μαντρωμένες
κι όλες τις διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο,
στο έπακρο όλες τις διαισθήσεις,
όλες οι διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο.
Εν όψει του καταιγισμού των προφητειών.
Εν όψει της ανατολής των νέων ιερέων.
Για ν’ ακούσουν οι συναθροίσεις τον λόγο
και να δοξάσουν το όνομα τού μέχρι τότε ακατονόμαστου.
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη

Περιπλάνησις (Κική Δημουλά)

Περιπλάνησις (Κική Δημουλά)

[Ενότητα Β']

Περιπλάνησις
Αγόρασα κι εγώ εφημερίδα˙
γιατί, καλά-καλά δεν ξέρω.
Μα όλοι το ίδιο να κάνουν είδα
και σήμερα θέλω να μη διαφέρω.
Τρέχουνε όλοι κι εγώ τρέχω
κι όμως σκοπό ειδικό δεν έχω.
Για λίγο έτσι σταματάω,
πώς τρέχουν τ’ αυτοκίνητα κοιτάω.
Ανάμεσά τους δυο νέοι περνάνε,
με έξαψη πολλή μιλάνε˙
μάλλον για κάποιο στοίχημα.
Δεν είδα ακόμα κανένα δυστύχημα.
Στο Χάυντ Παρκ τώρα βαδίζω
κι ομίχλη πολλή διασχίζω.
Μια κυρία κάνει ιππασία.
Έχει μεγάλη υγρασία.
Τα ίδια πάντα και τα ίδια:
«Μη ρίχνετε κάτω σκουπίδια».
Ο κόσμος τρομαγμένος τώρα τρέχει
γιατί έξαφνα άρχισε να βρέχει.
Τέτοια βροχή δεν έχει στην πατρίδα.
Καλά που αγόρασα και την εφημερίδα.
Από τη συλλογή Έρεβος (1956) της Κικής Δημουλά
Πηγή: Κική Δημουλά, Ποιήματα (εκδόσεις Ίκαρος,

Το «Πνευματικό εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη

Το «Πνευματικό εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη

«Άκου ξανά το “Πνευματικό εμβατήριο” του Σικελιανού όπως το μελοποίησε ο Μίκης και κυρίως το 8ο και τελευταίο σκέλος του. Ίσως σου δώσει ιδέες για να γράψεις κάτι, μέρα που είναι σήμερα», μου είπε χτες το μεσημέρι ο μέγας αρχιμουσικός μας Κώστας Παπαδόπουλος.
Tου τόνισα ότι ουδεμία διάθεση για γράψιμο έχω αυτές τις σκοτεινές μέρες του φετινού Ιουνίου για τον τόπο μας, πλην όμως υποσχέθηκα ότι θα το ξανακούσω. Καλύτερα, όμως, να το ξανακούσουμε όλοι μαζί.
Πληροφορίες για το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού
Αντιγράφω από τον ιστότοπο του συναδέλφου Νίκου Σαραντάκου τις πολύτιμες πληροφορίες που έχει θέσει στη διάθεση όλων μας για το ποίημα:
Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».
Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποίημα, αλλά σε κείμενο που φαίνεται να βασίζεται στη μελοποίηση Θεοδωράκη, που παραλείπει μερικές λέξεις σε σχέση με τη μορφή που βρήκα στο περιοδικό. Επίσης, το κείμενο που κυκλοφορεί έχει ευπρεπιστεί γλωσσικά σε μερικά σημεία· ο Σικελιανός έγραφε «σκέψες, πνέμμα, η άμπελο», όχι «σκέψεις, πνεύμα, η άμπελος» της σημερινής, μετά την ήττα, δημοτικής. Διόρθωσα σε μερικά σημεία την ορθογραφία (π.χ. το φωτογόνι το έκανα φωτογώνι).
Πνευματικό εμβατήριο
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
“Ομπρός, οι δημιουργοί… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!
Πληροφορίες για τη μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη
Όλο το ποίημα μαζί απαρτίζει τη σύνθεση «Αρκαδία V», όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο Πυξίδα:
Αρκαδία V (Πνευματικό Εμβατήριο)
(σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού)
Σύνθεση: Φεβρουάριος 1969, Ζάτουνα
1. Σαν έριξα και το στερνό δαυλί
2. Γιγάντιες σκέψες
3. Κι είπα
4. Μοίρα
5. Ομπρός, βοηθάτε
6. Ομπρός, οι δημιουργοί
7. Σιμώνει ο νέος Λόγος
8. Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί
Αρκαδία V – Ηχογραφήσεις
1970. Γαλλία, Πνευματικό Εμβατήριο – Ζωντανή ηχογράφηση από το Albert Hall του Λονδίνου – Polydor – 2490101. Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, Γιάννης Θεοχάρης. Παίζει η London Symphony Orchestra υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.
2000. Ελλάδα, Πνευματικό Εμβατήριο – Ζωντανή ηχογράφηση από το ΑΠΘ. Έφη Σταμούλη, Μακαρία Ψιλιτέλλη, Παναγιώτης Καραδημήτρης, Κώστας Μιχαλακόπουλος, Ορχήστρα & Χορωδία του ΑΠΘ.
2002. Ελλάδα, Πνευματικό Εμβατήριο – Ζωντανή ηχογράφηση από το Ηρώδειο – Minos-Emi – 724358088625. Ανδρέας Κουλουμπής, Γιάννης Κότσιρας, Ιωάννα Φόρτη. Παίζει η ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» μαζί με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού.
2005. Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα, Resistance – Intuition – INT33782. Πνευματικό Εμβατήριο, Ντοκουμέντο σύνθεσης στη Ζάτουνα με το συνθέτη να τραγουδάει και να παίζει πιάνο.
Και στον ιστότοπο της Μαρίας Φαραντούρη διαβάζουμε για την πρώτη ζωντανή ηχογράφηση των περισσότερων από τα τραγούδια του έργου στο Λονδίνο το 1970:
Τίτλος: Πνευματικό Εμβατήριο & Οιδίπους Τύραννος
Έτος Κυκλοφορίας: 1970
Συνθέτης: Μίκης Θεοδωράκης
Ποιητής: Άγγελος Σικελιανός
Εταιρεία: POLYDOR 2383023 LP
Πνευματικό Εμβατήριο: 
Ζωντανή ηχογράφηση στο Albert Hall του Λονδίνου με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Θεοχάρη, τη London Symphony Orchestra, τη Χορωδία της New Opera London και Ανδρική Χορωδία Ουαλών Ανθρακωρύχων, υπό τη δ/νση του ίδιου του Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης συνέθεσε το Πνευματικό Εμβατήριο τον χειμώνα του 1969, στην ορεινή Ζάτουνα της Αρκαδίας, όπου βρισκόταν σε εξορία από το δικτατορικό καθεστώς. Πολλά από τα έργα που συνέθεσε εκεί τα ονόμασε Αρκαδίες και το συγκεκριμένο έχει τον γενικό τίτλο Αρκαδία V. 
Στο ημερολόγιο του περιγράφει τις στιγμές της δημιουργίας του έργου, όταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, κάλεσε τους φρουρούς του να τον συντροφεύσουν: Έξω χιονίζει. Είμαι μόνος. Οι φρουροί τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω. Μέσα έχω ζεστασιά. Τους κερνώ τσικουδιά, καρύδια και σύκα. Βγάζουν τις χλαίνες. Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω. Γουρλώνουν τα μάτια. -Για ξαναπαίχτο… Το ξαναπαίρνω από την αρχή και προχωρώ. Κερνώ τσικουδιά. Το χιόνι σκέπασε τις καρυδιές. Σταματώ και γράφω στο χαρτί. Νυχτώνει. -Δεν θα πάμε στο καφενείο; … Μπαίνουμε στο καφενείο. -Γιάννη, κερνώ όλον τον κόσμο. -Τι έπαθες; Παντρεύεις κανένα; μου λέει ο Χρόνης -Πάντρεψα τη μουσική μου με τον Σικελιανό. -Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο, λέει ο φρουρός! 


Αργότερα, η ηχογράφηση αυτή κυκλοφόρησε σε cd μαζί με την Κατάσταση Πολιορκίας.
Οιδίπους Τύραννος:
 Ωδή για Ορχήστρα Εγχόρδων, διάρκειας 14 λεπτών. Η σύνθεση έγινε στο Παρίσι μεταξύ των ετών 1956 – 1958.
Ι. Σαν έριξα και το στερνό δαυλί – Μ. Φαραντούρη
ΙΙ. Γιγάντιες σκέψες – Αντ. Καλογιάννης 
ΙΙΙ. Κι είπα – Γ. Θεοχάρης
IV. Ομπρός βοηθάτε – Μ. Φαραντούρη
V. Ομπρός οι δημιουργοί – Μ. Φαραντούρη
VI. Σιμώνει ο νέος Λόγος – Αντ. Καλογιάννης
VII. Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί – Μ. Φαραντούρη
Δεν μένει τώρα παρά να ακούσουμε αυτή την ιστορική πρώτη ηχογράφηση για να τηρήσω την υπόσχεσή μου στον Κώστα Παπαδόπουλο. Το βίντεο προέρχεται από το αρχείο του George Vidakis στο YouTube.
Άγγελος Σικελιανός & Μίκης Θεοδωράκης, Πνευματικό εμβατήριο (τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, Γιάννης Θεοχάρης / Λονδίνο, 1970)
Άγγελος Σικελιανός & Μίκης Θεοδωράκης, Πνευματικό εμβατήριο (τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, Γιάννης Θεοχάρης / Λονδίνο, 1970)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Εσωτερικός μονόλογος

Νικηφόρος Βρεττάκος, Εσωτερικός μονόλογος

Εσωτερικός μονόλογος


Συντόμευσε το λόγο σου όσο μπορείς.
Βάζε τη λέξη ολόκληρη, βέβαια, μια που αλλιώς
δεν κατορθώνεται ο διαρκής λόγος. Αλλά,
πάντως, συντόμευε. Γιατί δεν περιμένει
ο ήλιος. Κι οι λίγες ώρες που σου μένουν
δε χωρούν πολλά ποιήματα.

Από τη συλλογή Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ψηλάφιση

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ψηλάφιση

Ψηλάφιση


Παίζω αυτό το περίεργο φως της ημέρας
στην αφή των δαχτύλων μου. Πίσω απ' αυτή του
τη ρέουσα απλότητα, προσπαθώ ν' ανιχνεύσω
ένα βάθος. Δεν ξέρω τι πρόκειται
τέλος να βγει, να το αφήσω στη θέση μου
πριν βουλιάξω. Όχι βέβαια κάτι κοινό
ή και τους στίχους μου απλώς, π

ου δεν είναι

κι αυτοί παρά μια παραλλαγή της βροχής
που πέφτει στη γης και ή μένει ή χάνεται.
Εννοώ αν μπορούσα να έχω συνδέσει
την ποίηση μ' ένα βαθύτερο φως.

Από τη συλλογή Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η μορφή και το ποίημα

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η μορφή και το ποίημα

Η μορφή και το ποίημα


Σκέφτομαι το βουνό με τον ήλιο απέναντι
ν' αναδύεται από τη θάλασσα - γίνεται κάθε
μέρα ο κόσμος. Το προαιώνιο πλάθεται
κάθε στιγμή. Κληρονόμοι του μέλλοντος, αν
σκεφτείτε τον ποιητή, η μορφή του
είναι το ποίημα. Πλάθω και πλάθομαι
κάθε στιγμή. Και το ποίημα είναι
το σκαμνί που θα κάθομαι πάνω του
στο βουνό - με τον ήλιο απέναντι
όσο θα γίνεται τούτος ο κόσμος.

Από τη συλλογή Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Χορωδία (X)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Χορωδία (X)

X


Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορρόες
κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
έτσι που τώρα να στεκόμαστε 
ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
σαν δυο αδελφά γκρίζα
πετρώματα.
............Η γαλήνη σου
όμως και γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στα πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
την ύπαρξη.
............Η μοίρα
μου επέτρεψε απ' όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ,να έχω
κ' εγώ στο σύμπαν μια πέτρα.

Από τη συλλογή Χορωδία (1988) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ποίηση

Η ποίηση

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ποίηση


Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.

Η ψυχή μου ένα σμήνος

μυριάδων πουλιών
που τ' αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν

βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ' έμειναν

μέσα στις λέξεις.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Νικηφόρος Βρεττάκος, Είμαι ένας γέρος

Νικηφόρος Βρεττάκος, Είμαι ένας γέρος



Είμαι ένας γέρος

Είμαι ένας γέρος κ' είμαι ένα παιδί.
Το γέρο τον άφησα πίσω μου
κ' έφερα εδώ το παιδί, να μπει
στο νερό, ν' απλώσει τα χέρια
στο αρχέγονο φως, να παίξει μαζί σου.

Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
(Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας.)

Ρίχνω το βλέμμα και στήνω το αυτί
πάνω από σένα και πάνω από την
κορφή του βουνού. Δεν κάνω λάθος.
Είναι μια βίβλος μουσικής το στερέωμα.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Γιώργος Θέμελης, Ars poetica (2)

Γιώργος Θέμελης, Ars poetica (2)

Ars Poetica

2


Αρέσκεται στο σκοτάδι το Ποίημα. Εκεί σπέρνεται ανοίγοντας μικρούς φεγγίτες, που μεγαλώνουν, μεγαλώνουν...

Το πολύ ηλιακό φως το εκτυφλωτικό το πληγώνει.
Γιατ' είναι φως το Ποίημα, φως ενός άλλου φωτισμού, δυνατότητα ενός άλλου Ήλιου.

Η Ευδαιμονία του Χορτασμού και της Οικονομίας το αφήνει νηστικό. Σαν ένα ζώο λησμονημένο κι άχρηστο. Μη έχοντας δοκιμάσει το μαχαίρι της πείνας για ψωμί και φως, τη δίψα του στερεμένου ποταμού.

Η Ανυποψία των Κοντόφθαλμων και των Κοιμισμένων το αποφεύγει, έξω από τον ύπνο του δικαίου, έξω απ' τ' όνειρο, σαν ένα εφιαλτικό πουλί.

Όλα τα μάτια τ' άγρυπνα στρέφουν προς το Ποίημα.

Από τη συλλογή Ars Poetica (1974) του Γιώργου Θέμελη

Νικηφόρος Βρεττάκος, Περιφρόνηση




Περιφρόνηση

Και τις αχτίδες σου, ήλιε, θα σ' τις επιστρέψω.
Στου σύμπαντος τον οργασμό θα ζεσταθώ,
θα 'χω εξοφλήσει πια στη γη κάθε μισθό -
και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω.

Τίποτα λογαριάζω πως δεν σου χρωστώ.
Μέσα στον τάφο μου το σώμα θ' αντιστρέψω
και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω,
στη σκληρή πλάκα μου διαθλώντας σου το φως.


Από τη συλλογή Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου [Ποιήματα 1933-1991] (εκδόσεις Ποταμός, 2008)